Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας εξέφρασε αμφιβολίες για την ανάγκη κοινής έκδοσης χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Δεν βλέπω μεγάλη αξία στο να δοθούν κίνητρα από τη δημοσιονομική πλευρά για την αύξηση των επιδοτήσεων και των κρατικών ενισχύσεων», δήλωσε ο Γιοακίμ Νάγκελ στη Φρανκφούρτη την Τρίτη.
«Και δεν θα εκπλαγείτε που η Bundesbank είναι δύσπιστη σχετικά με την επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κοινού δανεισμού πέρα από το πρόγραμμα NextGenerationEU - Ταμειο Ανάκαμψης και Αθεκτικότητας».
Η ΕΕ επιδιώκει να εκκινήσει την αμυντική βιομηχανία μετά από χρόνια υποχρηματοδότησης μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ορισμένοι αξιωματούχοι πρότειναν ότι ο κοινός δανεισμός με ευρωομόλογα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αυτό τον σκοπό, αν και η γερμανική κυβέρνηση είναι μεταξύ εκείνων που αντιτίθενται σε μια τέτοια κίνηση.
«Δεν θεωρούμε, επίσης, το κοινό χρέος απαραίτητο για αμυντικούς σκοπούς», είπε ο επικεφαλής της Bundesbank, μεταδίδει το Bloomberg. «Οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες είναι απολύτως εφικτές στο πλαίσιο των συνήθων δημοσιονομικών διαδικασιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει σήμερα μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις και πρέπει να γίνει πιο εύρωστη».
Η κρίση του Covid οδήγησε την ΕΕ να ξεκινήσει ένα άνευ προηγουμένου πρόγραμμα οικονομικής στήριξης — NextGenEU — που αφορούσε τη συγκέντρωση χρέους.
«Το NextGenEU ήταν μια κατανοητή απάντηση στην έκτακτη ανάγκη της πανδημίας», είπε ο Νάγκελ. «Αλλά δεδομένου του τρέχοντος επιπέδου ολοκλήρωσης, θα πρέπει να παραμείνει μια εφάπαξ εξαίρεση στον κανόνα ότι η ΕΕ δεν πρέπει να δανείζεται χρήματα».
Πληθωριστικές ανησυχίες
Ο ίδιος πρόσθεσε πως δυνάμεις συμπεριλαμβανομένης της γεωπολιτικής και της προσπάθειας απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
«Μια σειρά από πιθανούς παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερες πληθωριστικές πιέσεις στο μέλλον», είπε ο πρόεδρος της Bundesbank σε συνέδριο την Τρίτη, αναφέροντας επίσης δημογραφικές τάσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε «επίμονα υψηλότερη αύξηση των μισθών».