Στη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) από το 2008, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο επεκτείνοντας την αρμοδιότητα των ρυθμιστικών αρχών στο trading υψηλής συχνότητας, αλλά και τα παράγωγα εμπορευμάτων. Με τη συμφωνία αυτή τερματίζεται μία σχεδόν τριετής περίοδος έντονων και περίπλοκων διαφωνιών ως προς τη βάση προτάσεων που είχε καταθέσει ο αρμόδιος επίτροπος, Μισέλ Μπαρνιέ.
«Οι νέοι κανόνες θα βελτιώσουν τον τρόπο που λειτουργούν οι κεφαλαιαγορές ώστε να ευνοηθεί η πραγματική οικονομία» δήλωσε ο Μπαρνιέ και συμπλήρωσε: «Είναι ένα σημαντικό βήμα προς την εδραίωση ενός ασφαλέστερου, πιο ανοιχτού και υπεύθυνου χρηματοοικονομικού συστήματος και για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών».
Πολλά σημεία της συμφωνίας – όπως το ποσό των μετοχών που μπορεί να διαπραγματεύεται κανείς ανώνυμα και οι νέοι περιορισμοί στις συναλλαγές υψηλής ταχύτητας (high frequency trading) – είχαν ήδη καθοριστεί από προηγούμενες διαπραγματεύσεις. «Οι τράπεζες που ήλπιζαν σε αλλαγές απογοητεύτηκαν» σχολιάζει το Reuters, ενώ η ένωση βρετανικών τραπεζών δήλωσε πως ανησυχεί για τον αντίκτυπο των νέων κανόνων στην οικονομία καθώς θα οδηγήσουν σε μείωση της ρευστότητας στην αγορά, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Στις 14 Ιανουαρίου η Ελληνική Προεδρία πέτυχε επί της αρχής συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο διαλόγου, που αφορούσε την αναθεώρηση κανόνων για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID).
«Η συμφωνία επί της αρχής με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το κανονιστικό πλαίσιο που αφορά στις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) αποτελεί σημαντικό βήμα για ένα ασφαλέστερο, ορθότερο, περισσότερο διαφανές και υπεύθυνο χρηματοπιστωτικό σύστηµα» δήλωσε ο Υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας και συμπλήρωσε: «Με το νέο αναθεωρημένο κανονιστικό πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά ένα σημαντικό εργαλείο για τη μείωση του συστημικού κινδύνου, την εξασφάλιση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και την επαρκή προστασία των επενδυτών».