Σύμφωνα με το βασικό σενάριο -και τις προβλέψεις των περισσότερων αναλυτών- υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δούμε φέτος μία ακόμα ανοδική χρονιά στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Το ελκυστικό επίπεδο των αποτιμήσεων (π.χ. εκτιμώμενη μέση μερισματική απόδοση γύρω στο 5%), το περιβάλλον δημοσιονομικής σταθερότητας και ο «συμπαθητικός» ρυθμός ανάπτυξης που προβλέπεται να σημειώσει φέτος η ελληνική οικονομία αποτελούν τα βασικότερα επιχειρήματα του ανοδικού σεναρίου. Σε όλα αυτά, θα πρέπει να προστεθεί και ο καυτός παράγοντας των επιχειρηματικών deals που αναμένεται να φουντώσουν μέσα στη φετινή χρονιά.
Από την άλλη πλευρά, πέρα από μια σειρά γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων ανά τον κόσμο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που φοβούνται το ξέσπασμα μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης (ανησυχητική αύξηση του χρέους στις ΗΠΑ, συνεχής επεκτατική πολιτική από την πλευρά της Fed, οικονομική καχεξία στην Ευρώπη), η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στο σπάσιμο μιας διεθνούς χρηματιστηριακής «φούσκας», την ώρα που το τέλος του 2024 βρήκε τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές να καταγράφουν ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών.
Ακόμη, όμως, και σε ένα τέτοιο ανεπιθύμητο σενάριο, παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πως η Ευρώπη διαθέτει περισσότερες άμυνες σε σχέση με τις ΗΠΑ και η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Ευρώπη.
Το βασικό σενάριο
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των αναλυτών, το 2025 θα εξελιχθεί σε μια «συμπαθητική» χρονιά για την ελληνική οικονομία. Χωρίς φυσικά να εκλείψουν τα προβλήματα, το νέο έτος προβλέπεται ότι θα χαρακτηριστεί από έναν αξιοσημείωτο ρυθμό ανάπτυξης (γύρω στο 2% με 2,5%), με παράλληλη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (άνοδος εισοδημάτων μεγαλύτερη του πληθωρισμού, περισσότερες θέσεις εργασίας), δημοσιονομική σταθερότητα και χαμηλότερο κόστος χρήματος.
Ένα ποιοτικό επίσης πλεονέκτημα είναι πως η άνοδος του ΑΕΠ θα βασιστεί κυρίως στο μέτωπο των κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων και λιγότερο στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.
Αν όλα αυτά συνοδευτούν από τους ελκυστικούς δείκτες με τους οποίους τελεί υπό διαπραγμάτευση το Χ.Α. (π.χ. βλέπε περυσινή μέση μερισματική απόδοση υψηλότερη του 4%, η οποία αναμένεται να ανεβεί ακόμη περισσότερο - γύρω από το 5%- μέσα στο 2025), τότε το πιθανότερο είναι πως θα μιλάμε για νέα ανοδική χρονιά για τις ελληνικές μετοχές, ιδίως όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται διατεθειμένη να αποκλιμακώσει περαιτέρω το βασικό της επιτόκιο από το 3% που είναι σήμερα, στο 2% ή ακόμη στο 1,75% έως το προσεχές φθινόπωρο.
Υπάρχουν άλλες πιθανές εξελίξεις που θα μπορούσαν να δράσουν -και αυτές- θετικά στις τιμές των ελληνικών μετοχών;
- Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να είναι το τέλος των πολέμων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
- Μια δεύτερη θετική εξέλιξη θα μπορούσε να είναι η ενδεχόμενη σχετική ομαλοποίηση της κατάστασης τόσο στη διεθνή ενεργειακή αγορά, όσο και στις μεταφορές εμπορευμάτων από τον Αραβικό Κόλπο (η τρέχουσα κατάσταση επηρεάζει αρνητικά τις κερδοφορίες αρκετών εισηγμένων εταιρειών, ενώ το Ισραήλ φαίνεται διατεθειμένο να «κουρέψει» τη δύναμη των Χούθι στην Υεμένη).
- Και, φυσικά, η υλοποίηση σημαντικών επιχειρηματικών συμφωνιών (deals) από μια σειρά εισηγμένων εταιρειών διαφόρων κλάδων, με τους παράγοντες της αγοράς να προβλέπουν πως το 2025 θα αποτελέσει μια καυτή χρονιά, γεμάτη από deals στο σύνολο σχεδόν των κλάδων της οικονομίας.
Ο καταλύτης των deals
Οι επιχειρηματικές συμφωνίες όχι μόνο δεν έλειψαν την προηγούμενη χρονιά, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις οδήγησαν και σε σημαντικά χρηματιστηριακά κέρδη. Η είσοδος των Αμερικανών στο μετοχικό κεφάλαιο της Epsilon Net, καθώς και η εξαγορά της Entersoft, μπορεί να οδήγησαν τους δύο αυτούς τίτλους εκτός του Χ.Α., πλην όμως συνοδεύτηκαν από μεγάλα κέρδη για τους επενδυτές.
Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, το πέρασμα της οποίας στους Άραβες, έστειλε στο ταμείο τόσο τους μετόχους της ΤΕΝΕΡΓ, όσο και αυτούς της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ενώ θετικά επέδρασαν στο ταμπλό η πώληση του 20% της ACS και η εξαγορά της πλειοψηφίας της Μπενρουμπή από την Quest Holdings, η ρευστοποίηση της θυγατρικής Αστήρ Βυτόγιαννης από την Ideal, η εξαγορά των προϊόντων της Chicco από την AS Company κ.λπ.
Επίσης, την περασμένη χρονιά είχαμε και πολλές επιχειρηματικές συμφωνίες που αφορούσαν και μη εισηγμένους ομίλους, με ενδεικτική περίπτωση τις διαπραγματεύσεις για την πώληση σε αραβικό όμιλο της πλειοψηφίας της Hellenic Health Care.
Το ζήτημα είναι ότι, όπως όλα δείχνουν, το 2025 ο ρυθμός των επιχειρηματικών deals θα συνεχιστεί ή και θα ενταθεί περαιτέρω. Σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία, υπάρχει σήμερα μεγάλη ρευστότητα στο σύστημα: Οι μεγάλοι όμιλοι όχι μόνο διαθέτουν πολλά μετρητά στα ταμεία τους, αλλά μπορούν εύκολα είτε να δανειστούν από τις τράπεζες με λογικά επιτόκια (ιδίως μετά τις δρομολογούμενες κινήσεις της ΕΚΤ) είτε να αντλήσουν χρήματα από τις κεφαλαιαγορές (βλέπε εταιρικά ομόλογα, ή αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου).
Πέραν αυτών, για επενδύσεις προσφέρονται και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Πέραν αυτού, εξακολουθεί να υπάρχει και μεγάλη ρευστότητα σε funds του εξωτερικού (τόσο της Δύσης, όσο και της Μέσης Ανατολής) που αναζητούν επενδυτικούς προορισμούς ανά τον κόσμο.
Ειδικότερα, σε μια ελληνική οικονομία που αναπτύσσεται με καλούς ρυθμούς, υπάρχουν ταυτόχρονα μεγάλοι όμιλοι που θέλουν -και μπορούν- να συνεχίσουν την επέκτασή τους μέσα από τη διαδικασία των εξαγορών, αλλά και πολλούς επιχειρηματίες που έχουν κίνητρο να πουλήσουν τις εταιρείες τους, καθώς το ύψος των αποτιμήσεων έχει ανεβεί σημαντικά.
Με άλλα λόγια, το 2025 προβλέπεται να εξελιχθεί σε μια χρονιά πολλών επιχειρηματικών συμφωνιών σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας, πράγμα που φυσικά θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό και αρκετές εισηγμένες εταιρείες (και τις μετοχές τους) στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να προκύψουν ξένοι όμιλοι που θα θελήσουν να επενδύσουν σε ελληνικές τράπεζες, συμπληρώνοντας πως οι τελευταίες έχουν προσεγγίσει τους δείκτες των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους πολύ κοντά στα μέσα επίπεδα της Γηραιάς ηπείρου και θυμίζοντας πως ήδη η ιταλική Unicredit έχει αποκτήσει μειοψηφικό ποσοστό στην Alpha Bank.
Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει να κοιτάζουν και πάλι την επέκτασή τους στο εξωτερικό, με το παράδειγμα της απόκτησης της Ελληνικής Τράπεζας από τη Eurobank να είναι ενδεικτικό (το deal συνέβαλε στην εκτόξευση της μετοχής της ΕΥΡΩΒ το 2024).
Έντονη κινητικότητα επικρατεί στον κλάδο της πληροφορικής. Οι διοικήσεις εταιρειών (μεταξύ των οποίων και εισηγμένων), οι οποίες δηλώνουν την πρόθεσή τους να αναπτυχθούν και μέσα από τη διαδικασία των εξαγορών, δέχονται την ίδια περίοδο κρούσεις εξαγοράς από μεγαλύτερους «παίκτες», τις οποίες επί του παρόντος απορρίπτουν «λόγω πολύ χαμηλών τιμημάτων». Πάντως, η κατάσταση στον κλάδο φαίνεται να περιγράφεται χαρακτηριστικά από τη φράση Έλληνα γνωστού επιχειρηματία ότι «όλα αγοράζονται και όλα πωλούνται».
Στον ευρύτερο χώρο της ενέργειας οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, με τις εταιρείες του κλάδου να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα και με τις επιθετικές κινήσεις (που πιθανότατα θα συνεχιστούν και μέσα στο 2025) από τους μεγάλους παίκτες της αγοράς (ΔΕΗ, Metlen, Hellenic Energy, Motor Oil) να δίνουν και να παίρνουν.
Στον κατασκευαστικό κλάδο -και με δεδομένο ότι η ζήτηση μεταφέρεται σε έργα μεγαλύτερου μεγέθους- αρκετές δεκάδες εταιρείες προσπαθούν να «ανεβούν τάξη» και πολύ πιθανόν στην όλη διαδικασία να χρησιμοποιήσουν και τη μέθοδο των εξαγορών. Πάντως, η εισηγμένη ΕΚΤΕΡ προχώρησε στην απορρόφηση ξενοδοχειακής μονάδας προκειμένου να πιάσει τα κριτήρια της έβδομης τάξεως.
Παράλληλα, μεγάλα περιθώρια επεκτατικών κινήσεων ανοίγονται για τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ μετά το πλεονέκτημα ρευστότητας που απέκτησε μέσα από την πώληση της συμμετοχής της στην ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή. Στον ίδιο κλάδο, ο όμιλος Aktor έχει ανακοινώσει την πρόθεση εξαγορών που θα χρηματοδοτήσει μέσα από τη δρομολογούμενη αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου.
Πέραν αυτών, την πρόθεσή τους να επεκταθούν μέσα από εξαγορές έχουν ανακοινώσει πολλές εισηγμένες εταιρείες άλλων κλάδων, όπως για παράδειγμα η Ideal, η Quest Holdings (ιδίως μετά την πώληση του 20% της ACS), η Lavipharm (ένα πρώτο deal αναμένεται να επισημοποιηθεί πιθανότατα τον Ιανουάριο), η AS Company, η Unibios και αρκετές άλλες.
Τα «μαξιλαράκια» της αγοράς
Απέναντι στα πολλά θετικά της ελληνικής αγοράς, υπάρχει μια σειρά κινδύνων που ξεκινά από τα διεθνή πολεμικά μέτωπα, επεκτείνεται με την πολιτική αβεβαιότητα σε Γερμανία και Γαλλία, συνεχίζεται με την οικονομική καχεξία στην Ευρώπη και την ανησυχία για τις επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ και κορυφώνεται με το μπαράζ τοποθετήσεων περί μεγάλης επερχόμενης «φούσκας» στα ξένα χρηματιστήρια που κατέγραψαν πέρυσι ιστορικά υψηλά.
Αν και το καταστροφικό σενάριο της κρίσης έχει τις μικρότερες πιθανότητες να επέλθει, παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πως σε μια τέτοια περίπτωση, η Ευρώπη έχει ισχυρότερες άμυνες από τις ΗΠΑ και η Ελλάδα ισχυρότερες άμυνες από την Ευρώπη. Και μάλιστα αποδίδουν τη συγκεκριμένη άποψή τους σε επιχειρήματα μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:
- Η Ευρώπη έχει καλύτερους δείκτες δημοσίου χρέους και ισχυρότερο τραπεζικό σύστημα σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
- Η Ευρώπη διατρέχει πολύ μικρότερους κινδύνους από ένα ενδεχόμενο «σπάσιμο φούσκας» στις νέες τεχνολογίες και στο μέτωπο της τεχνητής νοημοσύνης.
- Η Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρώπη αναμένεται να επιτύχει μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης, ένα μεγάλο τμήμα της οποίας είναι εξασφαλισμένο κατά την επόμενη διετία λόγω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης.
- Η χώρα δεν αντιμετωπίζει την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τα δημοσιονομικά της αποτελέσματα, την ώρα που πολιτική της κατάσταση χαρακτηρίζεται ως σταθερή.
- Η Ελλάδα κινδυνεύει σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με την Ευρώπη σε περίπτωση επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ (περιορισμένες οι εξαγωγές μας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
- Οι μετοχές της διαπραγματεύονται με ελκυστικότερους χρηματιστηριακούς δείκτες αποτίμησης, ενώ στον κλάδο της πληροφορικής οι αποτιμήσεις βασίζονται σε ήδη υπογεγραμμένες συμβάσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και όχι σε αβέβαια οφέλη από το μέτωπο της Τεχνητής Νοημοσύνης.