Τα θετικά και τα αρνητικά από ενδεχόμενη άρση των περιορισμών στη διακράτηση ελληνικών ομολόγων από τις εγχώριες τράπεζες «μετρά» η JP Morgan.
Οπως σημειώνει ο οίκος, το περυσινό ράλι στα ελληνικά κρατικά ομόλογα ενίσχυσε την κερδοφορία και τα κεφάλαια των τραπεζών.
Η συνολική έκθεση των τραπεζών σε ελληνικά κρατικά ομόλογα διαμορφώνεται στα 16,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 63% βρίσκεται στο χαρτοφυλάκιο πωλούμενων στοιχείων ενεργητικού (χαρτοφυλάκιο FVOCI, αποτιμημένα σε δίκαιη αξία) και το 37% στο χαρτοφυλάκιο διατήρησης ως τη λήξη.
Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε ελληνικό χρέος περιορίζεται κοντά στα τρέχοντα επίπεδα από τον SSM ενώ αναφορές στον διεθνή Τύπο (Bloomberg) κάνουν λόγο για άρση των περιορισμών τον Φεβρουάριο.
Αυτό, σημειώνει η JP Morgan, θα αποτελέσει θετική εξέλιξη, σηματοδοτώντας ακόμη ένα βήμα εξόδου από την κρίση, μετά την άρση των capital controls και τον μηδενισμό του δανεισμού από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ΕLA).
Ενώ οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ξεκαθαρίσει τις προθέσεις τους σε ένα τέτοιο σενάριο, η βελτίωση της ρευστότητάς τους αλλά και ο στόχος της κυβέρνησης να ενισχύσει το ελληνικό αξιόχρεο σε investment grade εντός δυο ετών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σταδιακή αύξηση των αγορών ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Η JP Morgan σημειώνει ότι η έκθεση των τραπεζών σε ελληνικό χρέος διαμορφώνεται στο 7% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών στην Ελλάδα έναντι 10% στη νοτιοανατολική Ευρώπη, κάτι που αφήνει περιθώρια αύξησης.
Στον αντίποδα, η κεφαλαιακή ευαισθησία των τραπεζών σε μεταβολές στις τιμές των ομολόγων αυξάνεται σε περίπτωση ενός αντίξοου σεναρίου.
Σημειώνεται ότι ο οίκος διατηρεί τιμή-στόχο στο 1,5 ευρώ για την Alpha Bank (neutral), δίνει σύσταση overweight για Eurobank (με στόχο το 1,3 ευρώ) και Εθνική (με στόχο τα 3,9 ευρώ) και σύσταση underweight για την Πειραιώς, με στόχο τα 2,4 ευρώ.