Τα δημοσιεύματα στο διεθνή τύπο για τα σχέδια ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, όσο και αν δεν εξέπληξαν για το περιεχόμενό τους, είναι σε θέση -κάτω από προϋποθέσεις- να αλλάξουν επί τα βελτίω τα πράγματα στην οικονομική και πολιτική ζωή της Ελλάδας, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Απαιτούνται ωστόσο γρήγοροι και αποτελεσματικοί κυβερνητικοί χειρισμοί για να αρχίσουν να προεξοφλούνται από τώρα τα οφέλη της μελλοντικής επαναρρύθμισης του δημόσιου χρέους, έτσι ώστε να επιστρέψουν οι καταθέσεις, να προσελκυστούν επενδύσεις και να τονωθεί η εγχώρια ζήτηση.
Το άνοιγμα της συζήτησης για το σχέδιο βοήθειας της χώρας με παράταση της λήξης των δανείων διάσωσης και τη μείωση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, σε συνδυασμό με την ώθηση που δίνεται από τη θετική έκπληξη που προκύπτει από το πρωτογενές πλεόνασμα και την πορεία της οικονομίας, φαίνεται να υπερκερούν τους φόβους και το ρίσκο της παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Η κυβέρνηση ποντάρει πολλά στο πρωτογενές πλεόνασμα με τον υπουργό οικονομικών να ανεβάζει ξανά τους τόνους μιλώντας για ποσό-έκπληξη.
Τα παραπάνω στοιχεία έχουν επιδράσει καταλυτικά για την κίνηση της αγοράς σε επίπεδα ανώτερα των 1.250 μονάδων, αλλά και των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων πέριξ του 8%, αν και η πραγματική τους επίδραση θα κριθεί στην ανοικτή διαπραγμάτευση με την τρόικα.
Επιμένουν οι «ταύροι»
Οι αισιόδοξοι εκτιμούν πως η χώρα αυτή τη φορά διαθέτει εργαλεία και επιχειρήματα στη διαπραγμάτευσή της με την τρόικα, που μπορεί να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στο τελικό μείγμα πολιτικών και επιλογών.
Εκτός όμως από τις εξελίξεις στην οικονομία και το πολιτικό επίπεδο, οι αισιόδοξοι διαθέτουν στη φαρέτρα τους δύο ακόμα ισχυρά επιχειρήματα για τη συνέχιση της ανόδου στην αγορά.
Το πρώτο είναι οι αποτιμήσεις δεικτοβαρών ελληνικών μετοχών, οι οποίες παρά την ύφεση της οικονομίας από το 2008 είναι είτε χαμηλότερες, είτε σε αντίστοιχα επίπεδα με τις αποτιμήσεις τίτλων των αναδυόμενων αγορών.
Το δεύτερο είναι η προσέλκυση ξένων θεσμικών επενδυτών. Η Ελλάδα, παρά τις εισροές κεφαλαίων των hedge funds από πέρυσι τον Ιούνιο, παραμένει στο περιθώριο των σημαντικών θεσμικών χαρτοφυλακίων, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να περιμένουν τις εξελίξεις.
Η πρόσφατη ανάλυση των στοιχείων της EFPR δείχνει ότι μόλις το 2% των θεσμικών επενδυτών σε αναδυόμενες δίνει σύσταση «overweight» και το 87% «underweight», γεγονός που αν αρχίσει να αλλάζει, με τη βοήθεια και των παραπάνω, οι τιμές των μετοχών θα συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία.
Τα ανοικτά μέτωπα
Ωστόσο, την παραπάνω ευνοϊκή προσέγγιση δεν αποδέχεται μονοδιάστατα η αγορά. Πολλοί εξηγούν ότι μόνο μια τελική καθαρή λύση θα μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμο καταλύτη για τις τιμές στο Χ.Α.
Μόνο μια λύση που θα επιλύει συνολικά το πρόβλημα του χρέους θα επιτρέψει την υγιή επιστροφή της χώρας στις αγορές και θα επιτρέψει στην οικονομία να παράγει διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα διατεθούν για αναπτυξιακούς σκοπούς και στόχους που βαθμιαία θα ενισχύσουν την ανάκαμψη της οικονομίας και θα επιτρέψουν τη μείωση της ανεργίας σε πιο αποδεκτά κοινωνικά όρια.
Ταυτόχρονα, δύο ανοικτά ζητήματα παραμένουν στο προσκήνιο και αποτελούν δυνητική απειλή στο θετικό κλίμα. Το πρώτο είναι η ανακοίνωση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, η οποία αναμένεται μέσα στο Φεβρουάριο, υπό την προϋπόθεση ότι η τρόικα θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα συναινέσει στον προσδιορισμό τους με το βασικό σενάριο, ενώ το δεύτερο είναι η κατάθεση του σχεδίου νόμου για την ανακεφαλαιοποίηση - ιδιωτικοποίηση των συστημικών τραπεζών.
Το νέο ζητούμενο
Από το περσινό καλοκαίρι (περίοδο κατά την οποία ξεκίνησε η σημαντική άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χ.Α.) κανένα μεγάλο νέο δεν έχουμε δει στην εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος, αλλά αντίθετα τα πράγματα φαίνεται να βαδίζουν σύμφωνα με την τάση που είχε από τότε δημιουργηθεί. Από τότε προδιαγραφόταν η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος και μάλιστα έμπειροι αναλυτές (π.χ. βλέπε Alpha Bank) προέβλεπαν από τότε ότι το συγκεκριμένο μέγεθος θα αποτελούσε θετική έκπληξη. Σήμερα, οι τελευταίες εκτιμήσεις κυβερνητικών αξιωματούχων το ανεβάζουν πάνω από το 1,5 δισ. ευρώ. Βέβαια, τελικός κριτής θα είναι η Eurostat.
Από τότε διαφαινόταν η διάθεση των Ευρωπαίων για ευνοϊκή επαναρρύθμιση -έστω και κάτω από προϋποθέσεις- του ελληνικού δημόσιου χρέους, λίγο έως πολύ στο πλαίσιο που σκιαγράφησε το πρόσφατο δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg. Απλά, μέχρι τον Σεπτέμβριο υπήρχε στο τραπέζι και το σενάριο ενός κουρέματος, ωστόσο το «ξέχνα το, Γιάννη, αποκλείεται» του κ. Σόιμπλε είχε κάνει ξεκάθαρο τι μπορούμε να προσδοκούμε.
Από τότε, επίσης, είχε παρατηρηθεί μια γενικότερη αλλαγή στάσης της Β. Ευρώπης και της ΕΚΤ να βάλουν νερό στο κρασί τους και να βρουν μια συμβιβαστική λύση με τον Νότο. Έτσι άλλωστε εξηγούνται τα χαμηλότερα spreads στα κρατικά ομόλογα του Νότου.
Από τότε, τέλος, είχε αρχίσει να προδιαγράφεται η πορεία των πραγμάτων στο εσωτερικό της χώρας: μια πραγματική οικονομία που μειώνει τους ρυθμούς ύφεσης και τείνει να σταθεροποιηθεί, μια κυβέρνηση που συνεχίζει να έχει κακές επιδόσεις στο μέτωπο της πάταξης της φοροδιαφυγής, μια κοινή γνώμη που αντιδρά ολοένα και περισσότερο στην υπερφορολόγησή της και τέλος έναν λαό που ζει πρωτόγνωρες εμπειρίες εξαιτίας εσφαλμένων τεχνοκρατικών παρεμβάσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι το χάος και η αβεβαιότητα που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να επικρατεί στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων, στον φόρο υπεραξίας των μετοχών και των άλλων επενδυτικών προϊόντων...
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση, έχουν αυξήσει τον λεγόμενο πολιτικό κίνδυνο της χώρας, ο οποίος μεταφράζεται είτε σε ενδεχόμενο ακυβερνησίας από το φθινόπωρο και μετά, είτε σε μια ιδιαίτερα παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, ό,τι κακό σημαίνει αυτό για την πορεία του κυβερνητικού έργου.
Το νέο ζητούμενο όμως μετά το δημοσίευμα του Bloomberg, είναι οι πιθανές επιδράσεις στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας σε περίπτωση που ουσιαστικά μια ρύθμιση του χρέους προαναγγελθεί επισήμως πριν από τις εκλογές για την ευρωβουλή και την τοπική αυτοδιοίκηση και αρχίσει να προεξοφλείται από το προσεχές μέλλον.
Αν, δηλαδή, οι αγορές έχουν πειστεί πως θα υπάρξει προεκλογικά σαφής δέσμευση των Ευρωπαίων για το ουσιαστικό περιεχόμενο της ρύθμισης του χρέους, γιατί να μην αρχίσουν να επαναπατρίζονται από τώρα οι καταθέσεις που είχαν φύγει στο εξωτερικό ή γιατί να μην επισπευσθούν επενδύσεις ξένων στην Ελλάδα ή, τέλος, γιατί να μην τονωθεί το ενδιαφέρον των διεθνών κεφαλαίων για ιδιωτικοποιήσεις και μεγάλα επενδυτικά projects (βλέπε περίπτωση Ελληνικού);
Αν όλα αυτά ως ένα βαθμό ξεκινήσουν να γίνονται ορατά πριν από τις εκλογές, πόσο πιθανό είναι για τον κυβερνητικό σχηματισμό να αλλάξει το πολιτικό κλίμα και να σημειώσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα του επιτρέψει να συνεχίσει να κυβερνά τη χώρα χωρίς έντονα πολιτικά προσκόμματα (π.χ. υστέρηση της Νέας Δημοκρατίας με πολύ μικρό ποσοστό -π.χ. κάτω του 3%- στις ευρωεκλογές και κατάκτηση μεγάλων δήμων και περιφερειών από τους υποψηφίους της συμπολίτευσης).
Όλα αυτά προφανώς θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά και το Χρηματιστήριο της Αθήνας, ιδίως σε μια περίοδο όπου:
1. Τα εταιρικά κέρδη του 2014 αναμένονται σαφώς υψηλότερα από τα αντίστοιχα του 2013.
2. Βαίνουμε σε περίοδο περαιτέρω αποκλιμάκωσης των επιτοκίων στις καταθέσεις και των αποδόσεων στα ομόλογα.
3. Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με τις άλλες αναδυόμενες αγορές και έτσι «δικαιούται» να μη χρεωθεί ως ένα βαθμό πιθανή αποχώρηση διεθνών κεφαλαίων από τα αναδυόμενα χρηματιστήρια.
***Αναλυτικά η πορεία του δείκτη MSCI Ελλάδας και του ελληνικού δείκτη PMI, δημοσιεύονται στη δεξιά στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".