Με υψηλές επιδόσεις εκτιμάται ότι θα κλείσει το 2023 για τον όμιλο Λάμψα, με τις ναυαρχίδες της εισηγμένης, τη «Μεγάλη Βρετανία» και το King George, αλλά και την πιο καινούργια «άφιξη», το Athens Capital Hotel - MGallery Collection, να καταγράφουν νούμερα καλύτερα από εκείνα του 2022.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που γνωστοποίησε χθες η διοίκηση της Λάμψα, στο πλαίσιο της έκτακτης γενικής συνέλευσης, τα συνολικά έσοδα των δύο ξενοδοχείων της εισηγμένης στην πλατεία Συντάγματος, της «Μεγάλης Βρετανίας» και του King George, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε περίπου 78 εκατ. ευρώ, έναντι 68 εκατ. ευρώ πέρυσι, με τη μέση πληρότητα να εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε επίπεδα υψηλότερα από το 70%, ξεπερνώντας το 66,3% του 2022. Εκτός από την υψηλή πληρότητα, η αύξηση της μέσης τιμής ανά δωμάτιο από τα 300 ευρώ πέρυσι στα 345 ευρώ φέτος συμβάλλει στην καταγραφή θετικών επιδόσεων για την εισηγμένη.
Ως προς το τρίτο ξενοδοχείο του ομίλου στην περιοχή, το Athens Capital Hotel - MGallery Collection, εκτιμάται ότι τα έσοδά του θα διαμορφωθούν στα 17,7 εκατ. ευρώ, με μέση τιμή ανά δωμάτιο τα 275 ευρώ. Αν και τα φετινά νούμερα είναι καλύτερα από εκείνα του 2022, ο διευθύνων σύμβουλος της Λάμψα, Τάσος Χωμενίδης, επεσήμανε ότι οι επιδόσεις σε επίπεδο κερδοφορίας δεν θα είναι αντίστοιχα υψηλές, εξαιτίας αφενός των πληθωριστικών πιέσεων και αφετέρου του υψηλού λειτουργικού κόστους. Υψηλά νούμερα σημειώνουν και τα δύο πολυτελή ξενοδοχεία της εισηγμένης στο Βελιγράδι (Hyatt Regency Belgrade και Mercure Excelsior), με το Hyatt Regency της Σερβίας να επιστρέφει στα υψηλά νούμερα του 2008.
Σε ό,τι αφορά το επενδυτικό πλάνο του ομίλου, στα σκαριά βρίσκεται το νέο project της Λάμψα στο κέντρο της Αθήνας, που αφορά τη μετατροπή του διατηρητέου κτιρίου, ιδιοκτησίας του e-ΕΦΚΑ, της οδού Ζαλοκώστα 7 σε boutique ξενοδοχείο με εξυπηρετούμενα διαμερίσματα, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με το Athens Capital Hotel - MGallery Collection. Στόχος της διοίκησης της Λάμψα είναι το νέο ξενοδοχείο να λειτουργήσει το 2024, με τις εργασίες αναβάθμισης να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, μετά και την ολοκλήρωση των σχετικών αδειοδοτήσεων, και τις επενδύσεις να εκτιμάται ότι θα υπερβούν τον αρχικό προϋπολογισμό των 2,5 εκατ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι η Λάμψα, έπειτα από σχετικό διαγωνισμό του e-ΕΦΚΑ, μίσθωσε το ακίνητο για 30+10 χρόνια.
H εταιρεία έχει δρομολογήσει, την ίδια στιγμή, και την υλοποίηση ενός εκτεταμένου επενδυτικού προγράμματος για το Elatos Resort & Health Club στον Παρνασσό, με στόχο την πλήρη αναδιαμόρφωσή του και την επαναλειτουργία του το 2024.
Η επένδυση στο Regency
Σε ό,τι αφορά το θέμα ημερήσιας διάταξης στο πλαίσιο της έκτακτης γενικής συνέλευσης της εισηγμένης, έπειτα από τρεις αναβολές, το 74,05% ενέκρινε την αγορά του 33,91% που έχουν οι τρεις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική) στη Regency, μέσω δανείου συνολικού ύψους 23 εκατ. ευρώ, κίνηση που σηματοδοτεί την επένδυση της Λάμψα στα καζίνο της Regency σε Θεσσαλονίκη και Πάρνηθα. Η εν λόγω επένδυση θα ολοκληρωθεί σε τρεις φάσεις.
Σε πρώτη φάση θα καταβληθεί τίμημα 9 εκατ. ευρώ, σε δεύτερη φάση θα καταβληθούν 8 εκατ. ευρώ με την ολοκλήρωση της κατασκευής του νέου καζίνο στο Μαρούσι έως το δάπεδο του ισογείου και, τέλος, 7 εκατ. ευρώ θα καταβληθούν 18 μήνες αφού ξεκινήσει η δραστηριότητα του συγκροτήματος Voria, στο κτήμα Δηλαβέρη, όπου θα μεταφερθεί το Mont Parnes.
Υπενθυμίζεται ότι αυτή ήταν η τέταρτη φορά που πραγματοποιήθηκε έκτακτη γενική συνέλευση για τη λήψη απόφασης σχετικά με την απόκτηση συμμετοχής στην εταιρεία Regency Hellenic Investments, αφού οι μέτοχοι της εισηγμένης τηρούσαν στάση αναμονής έως ότου υπάρξουν εξελίξεις σε ό,τι αφορά το μέλλον του καζίνο στο Λουτράκι, εκφράζοντας «τις σοβαρές επιφυλάξεις τους καθώς διαπιστώνεται ότι ο εγχώριος κλάδος επίγειων τυχερών παιγνίων δεν λειτουργεί με όρους ισονομίας και απαρέγκλιτης εφαρμογής». Εκαναν, δε, λόγο για «περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και στρέβλωσης των κανόνων της αγοράς».
Χθες, ωστόσο, η διοίκηση έδωσε το «πράσινο φως» για την απόκτηση του 33,91% στη Regency, αφού «φαίνεται ότι έχουν ενεργοποιηθεί ο ΕΦΚΑ και η κυβέρνηση». Μάλιστα, όπως σχολίασε ο διευθύνων σύμβουλος της εισηγμένης, «η προσπάθεια για ομαλοποίηση της σχέσης με τους ανταγωνιστές αρχίζει να αποφέρει καρπούς».