Η εταιρεία Αφοί Κ. Καραγεωργίου, ευρέως γνωστή με το brand 3Άλφα, αγοράζει αγροτικά προϊόντα, όπως όσπρια και ρύζι από την Ελλάδα και το εξωτερικό, τα επεξεργάζεται, τα τυποποιεί και τα διαθέτει στην αγορά, λιανική και HORECA.
Αυτή τη δουλειά την κάνει από το 1968, οπότε και ιδρύθηκε, χωρίς να αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα σε ό,τι αφορά την προμήθεια πρώτων υλών. Μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον. Γιατί το 2022, χρονιά που σημαδεύτηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες είχαν ως συνέπεια τον περιορισμό της προσφοράς σε βασικούς κωδικούς.
Αυτό συνέβη είτε άμεσα με μείωση των παραγόμενων ποσοτήτων είτε έμμεσα με δυσλειτουργίες που προξενήθηκαν στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας των απρόβλεπτων καιρικών φαινομένων, αναφέρει στις οικονομικές της καταστάσεις για τη χρήση του 2022.
Αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός της προσφοράς σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση που δημιούργησαν, σύμφωνα με τη διοίκησή της, ιδανικές συνθήκες για αύξηση των τιμών βασικών αγροτικών πρώτων υλών τόσο στα όσπρια όσο και στα ρύζια, που κατά περίπτωση οι αυξήσεις κυμαίνονταν μεταξύ 20% και 60% έναντι του 2021.
Εκτός από το κόστος αγοράς αγροτικών πρώτων υλών αντίστοιχα αυξητικά επηρεάστηκε και το κόστος υλικών συσκευασίας, κυρίως ως παράγωγο του πετρελαίου, το κόστος μεταφοράς, το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και το χρηματοοικονομικό κόστος ως συνέπεια της αύξησης του Euribor που επιβλήθηκε, προκειμένου να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Με τους καταναλωτές σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας και διαρκών ανατιμήσεων να στρέφονται στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις η εταιρεία προχώρησε σε αυξήσεις τιμών -σ.σ. δεν αναφέρει το εύρος-, που όμως δεν αντιστάθμισαν, όπως υποστηρίζει, στο σύνολό τους τις αυξήσεις του κόστους που δέχθηκε η εταιρεία. Επίσης ολοκλήρωσε τις δρομολογημένες επενδύσεις τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, εστίασε στη μείωση των δαπανών, των ημερών πίστωσης στους μεγάλους πελάτες και προσπάθησε να «κτίσει» αποθέματα.
Όμως όλες αυτές οι ενέργειες δεν συγκράτησαν ούτε το τελικό αποτέλεσμα ούτε τα περιθώρια κέρδους. Οι πωλήσεις της αυξήθηκαν οριακά 3,2% στα 28,225 εκατ. ευρώ, ενώ το μικτό αποτέλεσμα υποχώρησε στα 5,071 εκατ. ευρώ και ως ποσοστό επί των καθαρών πωλήσεων 18% έναντι 6,499 εκατ. ευρώ και ως ποσοστό επί των καθαρών πωλήσεων 23,8% το 2021.
Η μείωση κατά 5,8 μονάδες του μικτού περιθωρίου κέρδους ως ποσοστό επί των πωλήσεων αντανακλά κυρίως τη σημαντική αύξηση του κόστους πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας καθώς και την επίδραση των λοιπών αυξητικών συντελεστών που επηρέασαν το κόστος πωληθέντων.
Το αποτέλεσμα προ φόρων και τόκων (EBIT) μειώθηκαν στις 84.055 ευρώ ή 0,3% επί των καθαρών πωλήσεων έναντι 1,151 εκατ. ευρώ και 4,2%, ενώ εμφάνισε ζημιές προ φόρων 321.179 ευρώ (-1,1% ως ποσοστό επί των καθαρών πωλήσεων) από κέρδη 793.572 ευρώ (2,9% επί των καθαρών πωλήσεων) το 2021. Με τις καθαρές ζημιές να διαμορφώνονται στα 321.179 ευρώ ή -1,1% επί των καθαρών πωλήσεων έναντι κερδών 623.262 ευρώ (2,3% επί των καθαρών πωλήσεων) το 2021.
Σε ό,τι αφορά τις παρατηρήσεις του Ορκωτού, αναφέρει πως στους λογαριασμούς «Εμπορικές απαιτήσεις» και «Λοιπές απαιτήσεις» περιλαμβάνονται και απαιτήσεις σε καθυστέρηση από προηγούμενες χρήσεις, συνολικού ποσού 1.452.000 ευρώ, για τις οποίες η διενεργηθείσα απομείωση ποσού 882.000 ευρώ υπολείπεται της απαιτούμενης κατά 570.000 ευρώ.
Η μη διενέργεια της απαιτούμενης απομείωσης συνιστά, όπως σημειώνει ο Ορκωτός, παρέκκλιση από τις λογιστικές αρχές, που προβλέπονται από τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, με συνέπεια, η αξία των απαιτήσεων, τα αποτελέσματα των προηγούμενων χρήσεων και τα ίδια κεφάλαια να εμφανίζονται αυξημένα κατά 570.000 ευρώ.