Ανάσα, αν και ακριβή, παίρνει η ΔΕΗ με την αναχρηματοδότηση των δύο ομολογιακών της δανείων, συνολικού ύψους 1,3 δισ. ευρώ.
Για αυτό το φιλί ζωής… η εταιρία πλήρωσε επιτόκιο 5,8% και πρόσφερε στην κοινοπραξία των ελληνικών συστημικών τραπεζών το 70% των εσόδων της από την πώληση των δύο λιγνιτικών σταθμών της Μεγαλόπολης και της Μελίτης.
Η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, υπό το βάρος των ζημιογόνων αποτελεσμάτων που ανακοίνωσε το πρώτο εξάμηνο του χρόνου αλλά και τη θηλιά των ληξιπρόθεσμων οφειλών, χαρακτήρισε ως «ψήφο εμπιστοσύνης» των τραπεζών την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων.
Ωστόσο, αν και η εταιρία την περασμένη Παρασκευή δεν έκανε γνωστά τα επιτόκια των δύο ομολογιακών δανείων, εντούτοις σύμφωνα με την ανακοίνωση που είχε κάνει στις 21 Ιουνίου, το πρώτο του 1,2 δισ. ευρώ (με λήξη το 2023, όπως αναφέρεται στην εξαμηνιαία οικονομική κατάσταση του ομίλου) έχει επιτόκιο 5,8%. Βέβαια το 5,8% αποκλιμακώνεται μέχρι το 5%, ανάλογα με συγκεκριμένα όρια έκτακτων προπληρωμών.
Το δεύτερο ομόλογο, ύψους 175 εκατ. ευρώ και με λήξη το 2021 (όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση οικονομική κατάσταση της εταιρίας), έχει περιθώριο επιτοκίου, σύμφωνα με την ανακοίνωση της 21ης Ιουνίου στο 5,75% με 5,8%.
Το ακριβό κόστος δανεισμού της ΔΕΗ, αν μη τι άλλο, δείχνει και την οικονομική της θέση, η οποία ως γνωστόν, με όποιον τρόπο κι αν διαβαστεί ο εξαμηνιαίος ισολογισμός της, είναι ζημιογόνος.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ενδιάμεση οικονομική κατάσταση του ομίλου, ότι «το 70% των προσόδων από την πώληση των δύο λιγνιτικών θυγατρικών που δημιουργήθηκαν βάσει των διατάξεων του Ν.4533/2018 θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή των ανωτέρω δανειακών υποχρεώσεων». Είναι όρος ο οποίος συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση των δύο ομολογιακών δανείων της ΔEH με τις συστημικές τράπεζες.
Πάντως, με την αναχρηματοδότηση των δύο ομολογιακών δανείων και τη γραμμή πίστωσης των 200 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή του διεθνούς ομολόγου που λήγει το 2019, η εταιρία προσπαθεί να ανατρέψει και την αρνητική σχέση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων - βρχυπρόθεσμου ενεργητικού. Αυτή, σύμφωνα με την εξαμηνιαία οικονομική της κατάσταση, συνιστούσε «κίνδυνο ως προς τη δυνατότητα του ομίλου και της Εταιρείας να συνεχίσουν ομαλά τη λειτουργία τους».
Ποια είναι αυτή η αρνητική σχέση, η ίδια η ενδιάμεση οικονομική έκθεση του έτους υπογραμμίζει: «Το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων του ομίλου και της μητρικής εταιρείας υπερβαίνουν το σύνολο του βραχυπρόθεσμου ενεργητικού κατά το ποσό των περίπου 1,335 δισ. ευρώ και 1,583 δισ. ευρώ, αντίστοιχα».