Επαναλειτουργία των μονάδων 3 και 4 του ΑΗΣ Πτολεμαΐδας, στις οποίες προξένησε μεγάλες ζημιές η πρόσφατη πυρκαγιά, επιθυμεί η πλειονότητα των εργαζομένων, τόσο για συμβολικούς λόγους, όσο και για πρακτικούς. Αν και κάτι τέτοιο δείχνει απίθανο, οι εργαζόμενοι θα αναμένουν το τελικό πόρισμα της ομάδας εργασίας, η οποία θα εξετάσει και αυτήν την προοπτική.
Σε ενημέρωση που έγινε στους χώρους του ΑΗΣ από τη συνδικαλιστική ηγεσία του τοπικού σωματείου «Σπάρτακος» μεταφέρθηκε σε όλους η διαβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να χαθούν θέσεις εργασίας, τόσο στο μόνιμο, όσο και στο έκτακτο προσωπικό, το οποίο θα μεταφερθεί στις άλλες μονάδες της ΔΕΗ στην περιοχή. Oι μόνες θέσεις που χάνονται είναι αυτές εργολάβων που έχουν αναλάβει συγκεκριμένες εργασίες στον κατεστραμμένο ΑΗΣ, καθώς δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο.
Σε ό,τι αφορά την προοπτική επαναλειτουργίας των μονάδων 3 και 4 (οι 1 και 2 είχαν διακόψει τη λειτουργία τους εδώ και 3 χρόνια για περιβαλλοντικούς και οικονομικούς λόγους), κάποιοι εργαζομένοι πιστεύεουν ότι μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Προϋπόθεση την οποία αναγνωρίζουν οι ίδιοι είναι αφενός κάτι τέτοιο να είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό, και επιπλέον οι αρμόδιες πολιτικές ηγεσίες να επιτύχουν τροποποίηση στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα έναντι της Ε.Ε., την 1η Ιανουαρίου 2016 να βρίσκονται εκτός λειτουργίας οι δύο μονάδες του ΑΗΣ Πτολεμαΐδας.
Έτσι, οι πιθανότητες για επαναλειτουργία του παλαιότερου λιγνιτικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής της χώρας είναι από λίγες έως ελάχιστες, για τον επιπλέον λόγο ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να είναι χαμηλή, ενώ αφετέρου έχει προγραμματιστεί η κατασκευή της νέας σύγχρονης μονάδας «Πτολεμαΐδα 5» - τα έργα ξεκινούν το επόμενο δίμηνο. Ως γνωστόν, το έργο, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 1,5 δισ. ευρώ, το έχει αναλάβει κοινοπραξία με επικεφαλής την ελληνική ΤΕΡΝΑ.
Πάντως, και με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, υπέρ της εγκατάλειψης του ΑΗΣ Πτολεμαΐδας, ανεπισήμως, τάσσεται και η διοίκηση της ΔΕΗ, πηγές της οποίας θεωρούν ότι κάθε επένδυση στις παλαιές μονάδες δεν πρόκειται να έχει οικονομικό αντίκρισμα. Σύμφωνα με αυτές, κάθε απόπειρα επισκευής των δύο μονάδων επί της ουσίας θα σήμαινε κατασκευή νέων, καθώς το κόστος εκσυγχρονισμού των παλαιάς τεχνολογίας θα κόστιζε υπερβολικά, αντιστρόφως ανάλογα με τα αποτελέσματα που θα ήταν μικρά ως προς την επίτευξη υψηλότερου βαθμού απόδοσης και χαμηλότερων ρύπων.