Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οσα πρέπει να ξέρετε για τα νέα δομημένα καταθετικά προϊόντα

Ασκήσεις ισορροπίας από τις τράπεζες, ώστε να διατηρήσουν χαμηλό κόστος χρηματοδότησης χωρίς να χάσουν... πελάτες. Τα πλεονεκτήματα των δομημένων προϊόντων και οι κινήσεις των αποταμιευτών.

Οσα πρέπει να ξέρετε για τα νέα δομημένα καταθετικά προϊόντα

Τα δομημένα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, τα οποία μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εξασφαλίζουν ελάχιστες θετικές αποδόσεις, επιστρατεύουν οι τράπεζες, προκειμένου να συμπληρώσουν την γκάμα των λύσεών τους, με στόχο αφενός να ικανοποιήσουν τους πελάτες τους και αφετέρου να κρατήσουν τα καταθετικά επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα.

Η διατήρηση των καταθετικών επιτοκίων σε σαφώς χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με την πορεία του Euribor έχει διευρύνει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών και έχει προκαλέσει τη δυσφορία τόσο των αποταμιευτών, όσο και της κυβέρνησης, η οποία ως «αντίποινα» έδωσε το δικαίωμα της απ’ ευθείας συμμετοχής στους ιδιώτες στις εκδόσεις Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου για ποσά έως 15.000 ευρώ.

Από την πλευρά τους, οι τράπεζες επιδίδονται σε ασκήσεις ισορροπίας, έτσι ώστε να διατηρήσουν το κόστος χρηματοδότησής τους χαμηλό, χωρίς παράλληλα -έστω και μεσοπρόθεσμα- να χάσουν τα λεφτά των πελατών τους.

Η συνεχής προσφορά Ομολογιακών Αμοιβαίων Κεφαλαίων συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας συντείνει προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, όχι μόνο γιατί οι πελάτες ωθούνται σε λύσεις υψηλότερων αποδόσεων (yields), αλλά και γιατί: α) Οι τράπεζες δεν καταβάλουν τόκους, ενώ αντίθετα αποκομίζουν έσοδα από προμήθειες β) Στη λήξη των συγκεκριμένων αμοιβαίων κεφαλαίων (διάρκεια από 18 μήνες έως έξι χρόνια) τα χρήματα θα επανέλθουν αυτόματα στα γκισέ των τραπεζών.

Ακριβώς το ίδιο αποτέλεσμα (αποφυγή καταβολής τόκων, έσοδα από προμήθειες και επιστροφή χρημάτων σε διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών) συμβαίνει και στην περίπτωση της μεσολάβησης των τραπεζών για τη διάθεση Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα δομημένα επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν με έμφαση αυτή την περίοδο οι τράπεζες. Τα προϊόντα αυτά, απαιτούν συνήθως ελάχιστο κεφάλαιο δέκα χιλιάδες ευρώ, είναι διαφόρων διαρκειών (συνήθως από έξι μήνες έως τέσσερα χρόνια) και σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πριν από δύο ή τρία χρόνια, εγγυώνται στη λήξη τους το σύνολο των κεφαλαίων (όχι μόνο το 80%-90% αυτού) και συχνά μια επιπλέον ελάχιστη ετήσια απόδοση.

Πέρα όμως από την όποια (χαμηλή) εγγυημένη απόδοση, υπάρχει και το ενδεχόμενο ενός σημαντικού bonus (λειτουργεί ως δέλεαρ, καθώς υπερβαίνει κατά πολύ το ύψος των καταθετικών επιτοκίων) το οποίο είναι συνδεδεμένο με την επιθυμητή μελλοντική πορεία ενός χρηματιστηριακού δείκτη, ή μιας συναλλαγματικής ισοτιμίας, ή ενός επιτοκίου.

Στην πράξη, οι τράπεζες συνδέουν το μεγαλύτερο τμήμα των ενδεχόμενων αποδόσεων των πελατών τους με τα πιθανά κέρδη που θα προκύψουν από την αγορά παραγώγων και όχι από το δικό τους εξοδολόγιο.

«Οι τράπεζες δεν έχουν αυτή την περίοδο ανάγκη από ρευστότητα, οπότε μέσω αυτών των λύσεων μειώνουν το κόστος τους. Παράλληλα, ούτε τους πελάτες τους χάνουν, ούτε στερούνται τα κεφάλαιά τους σε βάθος χρόνου, όταν ενδεχομένως θα τα έχουν ανάγκη προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία» δηλώνουν παράγοντες προερχόμενοι από το χώρο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου.

Σήμερα, τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων δύσκολα ξεπερνούν το επίπεδο του 2%, εκτός από τοποθετήσεις με δέσμευση μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών, ή ακόμη για «μεγάλους πελάτες», είτε αυτοί είναι ιδιώτες, είτε κυρίως επιχειρήσεις.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v