Προσδοκίες καλύτερων αποτελεσμάτων, τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης, «γεννά» στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης η πορεία των φορολογικών εσόδων τον Ιανουάριο.
Με την παράμετρο των τιμών του φυσικού αερίου να ρυθμίζει πολλά περισσότερα από τον δημοσιονομικό χώρο στον προϋπολογισμό του 2023, κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος να ξεπεράσει το 2%, αναγνωρίζοντας βεβαίως πως είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Ο διάβολος, όπως απέδειξαν οι καταλυτικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της εισβολής στην Ουκρανία, μπορεί να παραμονεύει στην επόμενη στροφή…
Επί του παρόντος, το υπουργείο Οικονομικών καταγράφει τη σταθεροποίηση των τιμών του φυσικού αερίου σε ένα εύρος από 50 έως 60 ευρώ ανά μεγαβατώρα από τις αρχές του έτους και εκτιμά πως παραμονή τους σε αυτά τα επίπεδα -όπως δείχνουν τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης έως το καλοκαίρι- θα δώσει βαθιά ανάσα στην οικονομία από πολλές πλευρές.
Ο πληθωρισμός θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία, με τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας να περνούν με κάποια χρονική υστέρηση και στις τιμές στο ράφι, εκεί όπου ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνεχίζει να τρέχει με 15,4%, η κατανάλωση, η οποία κρατήθηκε σε αξιοσημείωτα επίπεδα δεδομένης της ασύλληπτης ακρίβειας, θα ενισχυθεί και ο περιορισμός της αβεβαιότητας θα αφήσει την οικονομία να δουλέψει.
Κόντρα στις προσδοκίες, οι προειδοποιήσεις. Χθες, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προειδοποίησε πως η πραγματική δοκιμασία πιθανώς θα είναι ο χειμώνας 2023-24 και σύμφωνα με το Bloomberg, μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες προετοιμάζονται για παρατεταμένα υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο, ψαλιδίζοντας τις ελπίδες για σημαντική περαιτέρω πτώση μετά τον ήπιο καιρό και τα ισχυρά αποθέματα που βοήθησαν την Ευρώπη να περάσει τον χειμώνα.
Στην περίπτωση του ελληνικού προϋπολογισμού, η σταθεροποίηση των τιμών του φυσικού αερίου κοντά στα επίπεδα των 60 ευρώ ανά μεβαγατώρα θα ήταν αρκετή για σαφώς καλύτερες επιδόσεις και στην ανάπτυξη, και στον πληθωρισμό, και στις δημοσιονομικές επιδόσεις.
Ο προϋπολογισμός έχει συνταχθεί με την παραδοχή ότι η μέση τιμή του φυσικού αερίου θα είναι φέτος στα 120 ευρώ ανά μεγαβατώρα, βάζοντας στην άκρη 600 εκατ. ευρώ για τη διαχείριση των αναγκών της ενεργειακής κρίσης. Μετά το τελευταίο πακέτο μέτρων στήριξης των 650 εκατ. ευρώ, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς πως τα λεφτά αυτά έχουν «φαγωθεί» προκαταβολικά.
Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θ. Σκυλακάκη, όμως, ο δημοσιονομικός χώρος του τρέχοντος έτους θα είναι πολλαπλάσιος και δεν πρόκειται να αναλωθεί σε νέο κύκλο παροχών έως τις εκλογές (όπως πολλοί θα υπέθεταν). Ο αναπληρωτής υπουργός εμφανίζεται υπέρμαχος της «συντηρητικής» διαχείρισης του δημοσιονομικού χώρου, αλλά και της όσο το δυνατό αποσυνδεδεμένης δημοσιονομικής πολιτικής από τον εκλογικό κύκλο. Σε αυτό το μήκος κύματος άλλωστε κινήθηκε χθες και ο πρωθυπουργός, στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ.
Οι ενδείξεις πολλαπλάσιου δημοσιονομικού χώρου υποστηρίζονται από τα έως τώρα στοιχεία του προϋπολογισμού. Τον Ιανουάριο, τα φορολογικά έσοδα, με τη συνδρομή και του πληθωρισμού, υπερέβησαν τον στόχο κατά 620 εκατ. ευρώ (+14,1%), μετά από ένα ράλι του τζίρου στην οικονομία κατά 35% το 2022 και με το υπουργείο Τουρισμού να κάνει λόγο για τον καλύτερο Ιανουάριο όλων των εποχών.
Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία γενικής κυβέρνησης δείχνουν άλλωστε πρωτογενές έλλειμμα μόλις 288 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2022, με το ταμείο να παραμένει ακόμα ανοιχτό, αναμένοντας και τα έσοδα Φεβρουαρίου που μετρούν στο περασμένο έτος. Ένα χρόνο νωρίτερα, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 7,419 δισ. ευρώ. Για φέτος, στόχος του προϋπολογισμού είναι πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ και σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο, ο στόχος αυτός είναι παραπάνω από ασφαλής.