Η γεωγραφική γειτνίαση, η χαμηλή φορολογία και το συγκριτικά χαμηλότερο κόστος λειτουργίας εξακολουθούν να καθιστούν βαλκανικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία ελκυστικές για επενδύσεις ελληνικών σημάτων. Παρ' όλ΄ αυτά τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή έχουν διαφοροποιηθεί σε σχέση με τα δεδομένα πριν από 15 χρόνια όπου το δέλεαρ σ' αυτές τις χώρες ήταν ο αυξανόμενος ρυθμός ανάπτυξης, η μείωση επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση, καθώς άνοιγε ο τραπεζικός κλάδος και οι καταναλωτικές δαπάνες έβαιναν αυξανόμενες.
Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι λίγο πριν την κρίση του 2008 εταιρείες όπως Ηλεκτρονική Αθηνών, Multirama και Ράδιο Κορασίδης (μετά την εξαγορά της από την ΜΙG) έκαναν σχέδια για επέκταση στις βαλκανικές χώρες, καθώς εκείνη την εποχή Βουλγαρία και Ρουμανία μόλις είχαν μπει στο club των χωρών της ΕΕ.
Σήμερα επιβιώνει μόνο μία από τις παραπάνω αλυσίδες -κατά μία έννοια- αν υπολογίσουμε ότι η Multirama μετέπειτα συγχωνεύτηκε με την Public. Πολλές ακόμη έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη του λιανεμπορίου, καθώς η δεκαετής κρίση που προηγήθηκε "έσβησε" τις προσδοκίες σημάτων που μεσουρανούσαν για δεκαετίες, με ή χωρίς σχέδια επέκτασης στις γειτονικές αναπτυσσόμενες αγορές, όπως ενδεικτικά η αλυσίδα ένδυσης Sprider, τα πολυκαταστήματα Φωκάς, η εταιρεία ένδυσης Glou, η εταιρεία παραγωγής επίπλων NEOSET, η αλυσίδα εργαλείων Alex Pak και αρκετές ακόμη.
Αποεπενδύσεις και πτωχεύσεις
Από την περασμένη δεκαετία περιόρισαν την έκθεσή τους ή αποχώρησαν από βαλκανικές χώρες ελληνικές εταιρείες που είχαν κυρίως να διαχειριστούν προκλήσεις στην έδρα τους, ενώ η μείωση της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης και της κρίσης χρέους της χώρας μας, επηρέασε συνολικά τις ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια. Είναι ενδεικτικό ότι ειδικά στη Βουλγαρία καταγράφεται κύμα αποεπένδυσης την τελευταία εξαετία (2016–2021) αλλά παραμένει στη χώρα μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων, που ξεπερνούν τις 18.000 και είναι συνεχείς οι επενδύσεις από μεγάλους ομίλους (όπως Βιοχάλκο, Μύλοι Λούλη, ΟΛΘ κ.α.).
Υπάρχουν περιπτώσεις ομίλων όπως η Folli Follie που δοκιμάζεται μετά την κρίση που ξέσπασε το 2018 και περιπτώσεις όπως ο Μαρινόπουλος που πτώχευσαν στην Ελλάδα, με συνέπεια παράπλευρες απώλειες στις γειτονικές χώρες. Εν προκειμένω η Folli Follie έχασε δυναμική κυρίως γιατί πολλά από τα σήματα που αντιπροσώπευε στις βαλκανικές χώρες πέρασαν στα χαρτοφυλάκια άλλων ομίλων.
Η Μαρινόπουλος, περιόρισε την έκθεσή του αρκετά πριν την ηχηρή κατάρρευση στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, το 2012 που ο όμιλος διαπραγματευόταν με τους Γάλλους της Carrefour την απόκτηση των μετοχών τους στην κοινή εταιρεία, Καρφούρ Μαρινόπουλος, για να αποκτήσει το ομώνυμο δίκτυο supermarket -στόχο που πέτυχε- μεταβίβαζε στους άλλους Γάλλους, της LVMH, το 50% που κατείχε στο joint venture που συστάθηκε μια δεκαετία νωρίτερα για την ανάπτυξη της Sephora στην Ελλάδα, αλλά και στα Βαλκάνια. Έτσι η συνεργασία λύθηκε μετέπειτα στη Ρουμανία, τη Βουλαρία, τη Σερβία κ.α. ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχα αποσύρθηκε ο όμιλος από δραστηριότητες άλλων σημάτων του στην περιοχή, όπως π.χ. η Starbucks, με παρουσία σήμερα σε Ελλάδα και Κύπρο, η Gap με δίκτυο στην Ελλάδα, όπως και η M&S.
Μέχρι σήμερα αρκετές ακόμη εταιρείες περιορίζουν την παρουσία τους στις γειτονικές αγορές για να διαχειριστούν συνολικά την απόδοσή τους, όπως ενδεικτικά η Ι. Κλουκίνας - Ι. Λάππας που ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από δύο ακόμη αγορές από το 2023, Αλβανία και Σερβία, διατηρώντας πλέον παρουσία μόνο στη Ρουμανία, εκτός από την Ελλάδα. Ο όμιλος αντιμετώπισε προκλήσεις στις βαλκανικές αγορές κατά την κρίση που προηγήθηκε αποσύροντας δραστηριότητες ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ι.Κλουκίνας - Ι.Λάππας ξεπέρασε την κρίση που την απείλησε όταν τοποθετήθηκαν διαχειριστές στην Mothercare UK τον Νοέμβριο του 2019 από την μητρική Mothercare PLC και διατήρησε τις συμβάσεις franchise με το διάδοχο σχήμα. Η πανδημία βέβαια έφερε αναστάτωση στην εφοδιαστική αλυσίδα και πιέσεις στη ζήτηση στις βαλκανικές χώρες από τις οποίες απορσύρθηκε ενώ δεν πρέπει να παραβλέπεται η κόντρα μεταξύ των βασικών μετόχων που δεν ευνοεί μια συνεκτική στρατηγική, όπως απαιτούν οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες.
Οι εδραιωμένοι παίκτες επενδύουν
Η αβεβαιότητα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση έχουν αναδείξει προκλήσεις και για εδραιωμένους λιανεμπορικούς ομίλους στις γειτονικές χώρες αλλά δεν αναστέλλουν τα σχέδιά τους.
Για παράδειγμα ο όμιλος Jumbo, που είχε παγώσει το επενδυτικό του πλάνο για ένα διάστημα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, ενισχύει το δίκτυο των 15 καταστημάτων του στη Ρουμανία με ένα ακόμη στην πόλη Sibiu. Διατηρεί επίσης δίκτυο 9 καταστημάτων στη Βουλγαρία και 5 στην Κύπρο ενώ μέσω συνεργασιών franchise έχει παρουσία με 30 ακόμη καταστήματα σε άλλες 6 χώρες της περιοχής, Αλβανία, Κόσοβο, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Βοσνία και Μαυροβούνιο.
Ειδικά η Ρουμανία, όπου ο όμιλος εγκαινίασε παρουσία πριν από περίπου 15 χρόνια, αποτελεί αγορά στρατηγικής σημασίας και στόχος του Απόστολου Βακάκη, επικεφαλής της Jumbo, είναι το δίκτυο να αποκτήσει κρίσμο μέγεθος τα επόμενα χρόνια, συγκρίσιμο με αυτό της Ελλάδας. Ήδη η δραστηριότητα εισφέρει πάνω από 22% του κύκλου εργασιών (10% είναι το μερίδιο της Βουλγαρίας και 11% της Κύπρου, έτος βάσης 2021).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρουμανία είναι η μεγαλύτερη αγορά της περιοχής, με πάνω από 19 εκατ. κατοίκους -έναντι 7 εκατ. περίπου της Βουλγαρίας-, ρυθμό ανάπτυξης 5,9% το 2021 και πάνω από 8.000 ελληνικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στη χώρα, με μεγάλο ύψος επενδύσεων κοντά στα 2 δισ. ευρώ. Ας σημειωθεί επίσης ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ φτάνει τα 32.500 ευρώ στο Βουκουρέστι ενώ κατά μ.ο. στη χώρα κυμαίνεται κοντά στα 13.000 ευρώ αποτελώντας αγορά πόλο έλξης για ελληνικά σήματα. Εξάλλου, δραστηριότητα αναπτύσσουν από εταιρείες βιομηχανικών προϊόντων και εξιδικευμένων κλάδων όπως Sunlight, Frigoglass, Mantis, μέχρι γνωστές αλυσίδες εστίασης όπως Γρηγόρης, Μikel, ένδυσης όπως η BSB και πλήθος σημάτων του λιανεμπορίου και του χονδρεμπορίου όπως Jumbo, Sarantis, Καλλάς-Παπαδόπουλος, Elton, Top Line κ.ά
Συμφέροντα στην αγορά έχει και ο όμιλος Σαράντη που χτίζει ισχυρή θέση στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης μέσω θυγατρικών έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει την κατασκευή της νέας παραγωγικής μονάδας της Polipak στην Πολωνία, ενώ περιμένει έγκριση από τις αρμόδιες αρχές για την ολοκλήρωση μιας ακόμη εξαγοράς στην τοπική αγορά, της Stella Pack. Ο όμιλος αντλεί περίπου 15% του κύκλου εργασιών του από τη Ρουμανία, την τρίτη σε δυναμική αγορά μετά την Ελλάδα και την Πολωνία. Η Βουλγαρία είναι μια σχετικά μικρή αγορά, με μερίδιο πάνω από 3%, μικρότερο από αυτό της Σερβίας που κυμαίνεται κοντά στο 5% ενώ ο όμιλος δραστηριοποιείται και σε άλλες μικρότερες βαλκανικές αγορές όπως η Βόρεια Μακεδονία και η Βοσνία Ερζεγοβίνη.
Προσδοκίες από τη ρουμανική αγορά έχει και ο όμιλος Fourlis, εδραιωμένος παίκτης στις αγορές των Βαλκανίων. Μετρά πάνω από 20 χρόνια παρουσίας στη Ρουμανία, που είναι ο δεύτερος πόλος του ομίλου μετά την Ελλάδα. Δραστηριοποιείται στην αγορά με το σήμα Intersport και δίκτυο 32 καταστημάτων ενώ στη Βουλγαρία διαθέτει 10 Intersport και 5 σημεία πώλησης ΙΚΕΑ, εκ των οποίων 1 big box, 2 μεσαίου τύπου καταστήματα και 2 pick up points.
Επιπλέον, έχει παρουσία στην Κύπρο με 7 Intersport και 2 ΙΚΕΑ (1 μεγάλο κατάστημα κι ένα pick up point). Με εξαίρεση την Τουρκία, όπου το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον δεν ευνόησε τις προσδοκίες του ομίλου, με αποτέλεσμα να περιορίζει την έκθεσή του, απολαμβάνει μια επιτυχημένη πορεία σε όλες τις αγορές της περιοχής. Στο πλαίσιο αυτό συνεχίζει να επενδύει στην ανάπτυξη τόσο της ΙΚΕΑ όσο και της Intersport. Η τελευταία δε, παρά τον έντονο ανταγωνισμό από σήματα αθλητικών ειδών με προέλευση την Κεντρική και Βορειοδυτική Ευρώπη, διατηρεί ισχυρή θέση. Έτσι ανοίγει ο δρόμος για επέκταση προσεχώς και της Holland & Barrett, του νέου σήματος του χαρτοφυλακίου της Fourlis, που κάνει ντεμπούτο φέτος στην Ελλάδα.
Ενδεικτικές είναι και οι κινήσεις στις αγορές της περιοχής που δρομολογεί ο όμιλος Φάις. Πιο άμεσα είναι τα σχέδια για επέκταση σε Ρουμανία και Βουλγαρία του brand Kiko Milano, που αναπτύσσεται ήδη σε Ελλάδα και Κύπρο. Υπενθυμίζεται ότι ο Σαμ Φάις, επικεφαλής του ομίλου, γνωρίζει καλά τις ιδιαιτερότητες των βαλκανικών αγορών καθώς είχε αναπτύξει σημαντική θέση πριν την κρίση της περασμένης δεκαετίας μέσω της Elmec, εταιρείας που πέρασε στον έλεγχο του ομίλου Folli Follie μέχρι το 2010.
Τα θεμελιώδη προβλήματα
Το σημαντικό για τους Έλληνες επενδυτές, όπως επισημαίνουν στο Euro2day.gr στελέχη μεγάλων ομίλων, είναι ότι οι αγορές των Βαλκανίων αναπτύσσονται γρήγορα, παράγοντας που αντισταθμίζει τα προβλήματα. Εξαιρώντας τον πληθωρισμό, την ακριβή ενέργεια και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με το διεθνές περιβάλλον, πρόβλημα σ' αυτές τις χώρες είναι για παράδειγμα η χαμηλή ανεργία και ο μισθολογικός πληθωρισμός, δηλαδή η αύξηση του μισθολογικού κόστους με μεγαλύτερη ταχύτητα από την παραγωγικότητα.
Ενδεικτικά η Βουλγαρία -στο ΑΕΠ της οποίας η ελληνική επιχειρηματικότητα συνεισφέρει με μερίδιο 5% των ΑΞΕ- πάντα ήταν μια χώρα η οποία υστερούσε σε παραγωγικότητα συγκριτικά με το μισθολογικό κόστος. Αυτό είναι ένα θελελιώδες πρόβλημα για τους επιχειρηματίες του λιανεμπορίου. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η χαμηλή ανεργία, που καθιστά δύσκολη την εξεύρεση προσωπικού, γεγονός που συντηρεί ψηλά τους μισθούς για πολλές αλυσίδες που πληρώνουν σε ορισμένες περιπρώσεις μισθούς σε στελέχη, πάνω κι από αυτά που πληρώνουν στην Ελλάδα.