Η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει έναν… αόρατο εχθρό που λέγεται ότι θα έρθει μέσα στο τελευταίο φετινό τρίμηνο και είναι άγνωστο πόσο καιρό θα παραμείνει. Με αυτό τον τρόπο περιγράφει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας την τρέχουσα κατάσταση σημειώνοντας:
«Μας λένε οι αναλυτές να ξεχάσουμε αυτά που βλέπουμε γύρω μας, γιατί τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά τον φετινό χειμώνα. Δεν θα πρέπει να δώσουμε σημασία στο έντονα αυξημένο φετινό ελληνικό ΑΕΠ, ούτε στα πολύ υψηλά εξαμηνιαία κέρδη των εισηγμένων εταιρειών που θα ανακοινωθούν έως το τέλος Σεπτεμβρίου, ούτε προφανώς και σε δείκτες P/E και μερισματικής απόδοσης που βγάζουν μάτια στο Χ.Α.. Καλούμαστε να αγνοήσουμε τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και να μη δίνουμε σημασία στις διαβεβαιώσεις των τραπεζιτών ότι δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα έξαρση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Από τον χειμώνα, λένε πολλοί αναλυτές, έρχονται προβλήματα στον ενεργειακό εφοδιασμό, τα οποία θα οδηγήσουν την Ευρώπη σε βαθιά κρίση μεγάλης διάρκειας και που πολύ πιθανόν να προκαλέσει και έντονες πολιτικές επιπτώσεις. Άλλοι μας προτρέπουν να προσδεθούμε και άλλοι να μειώσουμε τις θέσεις μας σε μετοχές.
Μήπως, όμως, πέρα από τον πραγματικό κίνδυνο, υπάρχει και μια δόση κινδυνολογίας; Τι θα γίνει, λοιπόν, αν οι φόβοι αποδειχτούν υπερβολικοί και το φθινόπωρο τα πράγματα εξομαλυνθούν και οι ενεργειακές ελλείψεις αποτραπούν; Τότε, όπως πολλοί υποστηρίζουν, είναι πολύ πιθανόν να ζήσουμε ένα γερό χρηματιστηριακό ράλι.
H τρέχουσα οικονομική και χρηματιστηριακή συγκυρία συγκαταλέγεται στις ιδιαίτερα σπάνιες και γι’ αυτόν τον λόγο αποτελεί πολύ δύσκολη υπόθεση να προβλέψει κάποιος το τι ακριβώς μπορεί να επιφυλάσσει η «επόμενη μέρα».
Για παράδειγμα, υπάρχουν τρεις πολύ σημαντικές διαφορές αυτής της περιόδου με εκείνης της Lehman Brothers και τα όσα είχαν ακολουθήσει το 2008, είναι οι παρακάτω:
1. Ενώ το 2008 τα γεγονός είχαν ξαφνιάσει τους πάντες (με εξαίρεση ελάχιστους οικονομολόγους), σήμερα μιλάμε ουσιαστικά για μια προαναγγελθείσα κρίση. Ειδικότερα στην Ελλάδα -με τη συνδρομή και της ισχυρής τουριστικής δραστηριότητας- η οικονομία κινείται μέχρι τώρα πολύ καλύτερα από την αντίστοιχη περίοδο του προπανδημικού 2019 και υπάρχουν εκτιμήσεις που θέλουν το φετινό ΑΕΠ να τρέχει ακόμη και με 4%-5% σε σχέση με πέρυσι. Επίσης, πολλοί αναλυτές, που έβλεπαν τη βαθιά ύφεση να ξεκινά πότε από το περσινό φθινόπωρο, πότε από το φετινό Ιανουάριο και πότε από τον Μάιο, μεταθέτουν τώρα τις δυσοίωνες προβλέψεις τους για τον προσεχή Νοέμβριο.
2. Ενώ το 2008 οι κυβερνήσεις και οι επενδυτικοί οίκοι προχωρούσαν σε καθησυχαστικές δηλώσεις, αυτή την περίοδο βγαίνουν… βασιλικότεροι του βασιλέως και τείνουν να προεξοφλήσουν τα χειρότερα σενάρια. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι εκτιμούν ότι, πέρα από τον σαφώς υπαρκτό κίνδυνο, υπάρχει και μια διάθεση κινδυνολογίας.
Για παράδειγμα, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης δηλώνουν βέβαιοι ότι οι Ρώσοι θα μηδενίσουν την παροχή φυσικού αερίου προς τη Γηραιά ήπειρο, ενώ ο Economist εκτιμά ότι οι Ρώσοι δεν θα αφήσουν τις σχετικές ροές να ξεπεράσουν το 20%. Βασιζόμενος μάλιστα σε ένα τέτοιο σενάριο, μιλά για αναθεώρηση κατά 2% έως 3% των προηγούμενων εκτιμήσεων για το ΑΕΠ κυρίως από το 2023.
Όσο για τη γερμανική κυβέρνηση, δεν αποκλείει την επιβολή δελτίου στα καύσιμα μέσα στο χειμώνα, ενώ παράλληλα προανάγγειλε από τις αρχές του καλοκαιριού (και οριστικοποίησε πρόσφατα) την εισφορά φυσικού αερίου με την οποία θα επιβαρύνει τα νοικοκυριά της χώρας.
Η πολιτική παράτασης λειτουργίας των πυρηνικών σταθμών και η προσπάθεια απόκτησης περισσότερου LNG δεν φαίνεται ικανή να αναπληρώσει τις ανάγκες, ιδίως σε περίπτωση που ο χειμώνας είναι βαρύς. Αρκετοί αναλυτές, μάλιστα, δεν περιορίζονται στον κίνδυνο του φυσικού αερίου, αλλά συνεχίζουν να φοβούνται επισιτιστική κρίση, πρόβλημα στις ευρωπαϊκές μεταφορές λόγω της χαμηλής στάθμης των νερών του Ρήνου, χωρίς να λησμονούμε κάποια προηγούμενα σενάρια διεθνών οίκων που μιλούσαν για τιμή πετρελαίου στα ύψη (αν και από τότε έχει υποχωρήσει κατά 40%).
Σειρά αναλυτών επίσης τονίζει και το ζήτημα του πολιτικού κινδύνου σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης). Επί του παρόντος, πάντως, ο Πούτιν ακολουθεί την πολιτική σπασίματος νεύρων με τις συνεχείς «βλάβες» των ρωσικών αγωγών, δοκιμάζοντας το οικονομικό κλίμα της Ευρώπης, και οι Ευρωπαίοι με τη σειρά τους δηλώνουν σχεδόν βέβαιοι ότι οι ροές θα διακοπούν πλήρως. Κι όμως, από σήμερα έως το φθινόπωρο υπάρχει άπειρος πολιτικός χρόνος για να γίνουν τα πάντα! Ακόμη και μια διευθέτηση του όλου ζητήματος.
3. Η κρίση του 2008 είχε βρει την ελληνική οικονομία… ετοιμόρροπη, με μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, με τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις υπερεκτεθειμένες σε δάνεια και το δημόσιο χρέος να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί. Σήμερα δεν τίθεται θέμα εξυπηρέτησης των δανειακών αναγκών του κράτους, οι τράπεζες είναι αρκετά ισχυρές, η πλειονότητα των επιχειρήσεων υγιής και κυρίως η Ελλάδα ούτε αποτελεί το μαύρο πρόβατο, ούτε βρίσκεται στο κέντρο της κρίσης. Προφανώς, ωστόσο, σε περίπτωση μιας βαθιάς ύφεσης στην Ευρώπη θα υπάρξουν σημαντικές παρενέργειες και στην ελληνική οικονομία.
Το βασικό σενάριο
Το βασικό αρνητικό σενάριο όπως περιγράφεται από τους αναλυτές είναι το εξής: Ιδίως σε περίπτωση που ο προσεχής χειμώνας είναι βαρύς, θα προκύψουν πολύ σημαντικές ενεργειακές ελλείψεις σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και άλλα κράτη της Ευρώπης, με μεγαλύτερο θύμα τη βιομηχανική παραγωγή (ιδίως την ενεργοβόρο) και λόγω πληθωρισμού τα οικονομικά των νοικοκυριών. Η κρίση της Κεντρικής Ευρώπης θα μεταφερθεί -σε σημαντικό βαθμό- γρήγορα και στις υπόλοιπες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, διαρκώντας για χρονικό διάστημα που πολύ πιθανόν να περιλαμβάνει ολόκληρο το 2023 και το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Κανείς αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν θα υπάρξουν διακοπές ρεύματος τον προσεχή χειμώνα, με τους φορείς Ευρωπαίων βιομηχάνων να προειδοποιούν ότι δεν μπορεί να εξοικονομηθεί ενέργεια από τους κλάδους τους χωρίς αντίστοιχη μείωση της παραγωγής.
Ο υψηλός πληθωρισμός αποτελεί ακόμη έναν πονοκέφαλο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, καθώς αν διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα και το 2023, τότε θα έχει μηδενιστεί σε πραγματικές αξίες η τόσο μεγάλη αύξηση των καταθέσεων που καταγράφεται από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα.
Σε αυτό το κλίμα, η Eurobank Equities προτείνει στους επενδυτές «να αφαιρέσουν μάρκες από το τραπέζι», σημειώνοντας ότι τα μακροοικονομικά στοιχεία είναι πιθανό να γίνουν πολύ πιο δύσκολα στο τέταρτο φετινό τρίμηνο και το πρώτο του 2023, δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από τις εξελίξεις που σχετίζονται με τις ροές αερίου. Επίσης, για πρώτη φορά θέτει και ζήτημα εγχώριου πολιτικού ρίσκου, σημειώνοντας ότι το σκάνδαλο με τις υποκλοπές έχει προκαλέσει ρήξη μεταξύ ΠΑΣΟΚ και κυβερνώντος κόμματος και, ως αποτέλεσμα, το σενάριο ενός συνασπισμού μεταξύ των δύο κομμάτων -το πιο προφανές βιώσιμο σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης στις επόμενες εκλογές- έχει υποστεί ρωγμές.
Οι ελληνικές άμυνες
Ποιες, όμως, μπορεί να είναι οι ελληνικές άμυνες απέναντι σε ένα τόσο δυσμενές σενάριο για την ευρωπαϊκή οικονομία, που από πολλούς εμφανίζεται ως το επικρατέστερο; Η πρώτη άμυνα αφορά το ότι η χώρα είναι πολύ πιθανόν να μην αντιμετωπίσει σοβαρά ζητήματα ενεργειακής επάρκειας και η δεύτερη αφορά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ενδεικτική είναι η άποψη οικονομικού διευθυντή εισηγμένης εταιρείας: «Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να περάσει τον φετινό χειμώνα σημειώνοντας έστω και περιορισμένη αύξηση του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε σε παλαιότερες εποχές και σε περιβάλλον πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων. Η χώρα θα πρέπει να κινηθεί προκειμένου μέσα στο επόμενο δωδεκάμηνο να τρέξουν όσο το δυνατόν περισσότερα επενδυτικά προγράμματα, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά. Το ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων των κατασκευαστικών εταιρειών είναι διπλάσιο από αυτό του 2004 των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ παράλληλα μεγάλα ιδιωτικά projects βρίσκονται στο στάδιο της ωρίμανσης.
Θα πρέπει ωστόσο το κλίμα που θα επικρατήσει να μην είναι τέτοιο που να αναβάλει την εκκίνηση αυτών των projects. Σ’ αυτό βοηθά από τη μια πλευρά η υποχώρηση των τιμών σε πετρέλαιο και μέταλλα, αλλά ζητούμενο αποτελεί και το γενικότερο διεθνές κλίμα. Το θετικό, πάντως, είναι ότι, επί του παρόντος, η διάθεση για επιχειρηματικά deals συνεχίζει να υπάρχει, δείχνοντας την εμπιστοσύνη πολλών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό ρίσκο, μια πρώτη εικόνα θα έχουμε από τις δημοσκοπήσεις που θα ακολουθήσουν την πρωθυπουργική ομιλία στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αλλά σε κάθε περίπτωση τα πράγματα θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της οικονομίας μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών. Τυχόν ανοδική πορεία του ΑΕΠ θα δώσει πόντους στα ποσοστά του κυβερνητικού κόμματος και θα περιορίσει τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η κατάσταση θα περιπλακεί περισσότερο, αν η ελληνική οικονομία μπει σε πορεία ύφεσης».