«Διπλή ανησυχία» έχουν οι τράπεζες, παραμονές της δημοσίευσης του νέου νόμου Κατσέλη , καθώς από τη μία πλευρά καταγράφεται θέμα «ασυνέπειας» εκ μέρους συνεπών μέχρι πρότινος δανειοληπτών, ενώ, από την άλλη πλευρά, αρχίζει και διαφαίνεται τάση διαφοροποίησης από τη βασική γραμμή πλεύσης που συμφωνήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Μαξίμου, μεταξύ τραπεζιτών και κυβέρνησης, για λόγους που σχετίζονται με τις επικείμενες εκλογές.
Τραπεζικοί παράγοντες που είναι σε θέση να γνωρίζουν, έχουν την αίσθηση ότι επιχειρείται – για λόγους εκλογικής σκοπιμότητας – μία αποστασιοποίηση από ό,τι συμφωνήθηκε για τη νέα ρύθμιση, με περισσότερο από ένα θέματα να είναι «ανοιχτά» στο τραπέζι. Όπερ σημαίνει, κατά τους ίδιους κύκλους ότι ενδέχεται να υπάρξουν τροποποιήσεις σε διάφορες πτυχές του νομοσχεδίου, από το ανώτατο όριο συνολικής δανειακής έκθεσης που έχει τεθεί ως προϋπόθεση για τη ρύθμιση (μάξιμουμ 130.000 τη στιγμή της αίτησης μαζί με τόκους) , έως τη διάρκεια του νέου νόμου (που έχει συμφωνηθεί για 1 έτος), αλλά και την αντικειμενική αξία, η οποία δείχνει να αναθεωρείται ανοδικά για να «πιάσει» περισσότερους δανειολήπτες (θεωρητικά έχει συμφωνηθεί ως ανώτατη αντικειμενική αξία το ποσό των 250.000 ευρώ).
Να σημειωθεί ότι το συνολικό ποσό των δανείων που αντιπροσωπεύουν τα δάνεια που μπορούν να ρυθμισθούν από το Νόμο Κατσέλη είναι 9,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6 δισ. ευρώ αφορούν στεγαστικά δάνεια και τα υπόλοιπα 3,5 δισ. ευρώ, επαγγελματικά μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι για ένα σοβαρό ποσοστό της τάξεως του 60% των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί στον νόμο Κατσέλη, δεν έχει ακόμη οριστεί δικάσιμος ημερομηνία. Θεωρητικά, σύμφωνα πάντα με τραπεζικές πηγές, αυτές όλες οι αιτήσεις θα εξεταστούν και από τη νέα ηλεκτρονική πλατφόρμα αν και θα μπορούν να παραμείνουν στον ισχύοντα σήμερα νόμο.
Πέραν όλων αυτών όμως, δεν είναι ήσσονος σημασίας το «ηθικό» θέμα που έχει προκύψει με την πορεία εξυπηρέτησης των δανείων εκ μέρους των συνεπών δανειοληπτών. Όπως και κάθε φορά που υπάρχει η εκκρεμότητα μιας νέας ρύθμισης ή κάποιας αλλαγής του νομικού πλαισίου, παρατηρείται μια στασιμότητα, αν όχι... υποχώρηση, στην τακτική αποπληρωμή των δόσεων. Λογικό, θα έλεγε κάποιος, από την πλευρά των συνεπών που πληρώνουν κανονικά τα δάνειά τους, χωρίς κανένα... bonus, σε αντίθεση με ορισμένους στρατηγικούς κακοπληρωτές που από ρύθμιση σε ρύθμιση, «παίζουν» με τις καθυστερήσεις.
Αντίστοιχα θέματα ηθικής τάξεως έχουν προκύψει κι άλλες φορές. Το πρόβλημα είναι ότι έπειτα από ένα εξαιρετικά καλό δ’ τρίμηνο ( το τελευταίο του 2018) όπου εν πολλοίς πήγε καλά η εξυπηρέτηση των δανείων, κυρίως των ενήμερων πελατών, ο Ιανουάριος του 2019, δεν ήταν καλός μήνας. Και δυστυχώς, δεν είναι από τους λεγόμενους «εποχιακά χαμηλούς μήνες» όπως π.χ. ο Αύγουστος (λόγω διακοπών), αλλά αντανακλά στο 100%, την νομοθετική εκκρεμότητα και ό,τι αυτή σημαίνει, για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Και όλα αυτά, σε μία προσπάθεια εκ μέρους των τραπεζών, να πετύχουν τους επιμέρους στόχους και να προσεγγίσουν το μονοψήφιο ποσοστό που απαιτείται το 2021.
Αυτή η παράμετρος, της αλλαγής συμπεριφοράς και των συνεπών δανειοληπτών, κάνει ακόμη πιο δύσκολο για τις τράπεζες, τον υπολογισμό των προβλέψεων και της επίπτωσης που μπορεί να έχει στα αποτελέσματά τους, η νέα νομοθετική ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνεια, που λίαν συντόμως κατατίθεται στη Βουλή.