Στις 29 Δεκεμβρίου εξέπνευσε μια ακόμη χρηματιστηριακή χρονιά, τα επεξεργασμένα στοιχεία της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν χρήσιμο οδηγό για τις επενδυτικές επιλογές του νέου έτους που ξεκινά στις 2 Ιανουαρίου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πρώτον, το 2017 ήταν μια ιδιαίτερα θετική χρονιά για τους επενδυτές του ελληνικού χρηματιστηρίου. Σε μια εποχή που από πολλούς αποκαλείται το «τέλος των αποδόσεων», ο Γενικός Δείκτης κέρδισε 24,57%, επίδοση πολύ καλύτερη από άλλες εναλλακτικές τοποθετήσεις (πχ δεκαετή κρατικά ομόλογα στο 4,1%, επιτόκια προθεσμιακών τραπεζικών καταθέσεων στο 0,4%, μικτές αποδόσεις ενοικίων στην Ελλάδα από 3%-9%, αρνητικά επιτόκια καταθέσεων στο εξωτερικό).
Δεύτερον, η παρελθούσα χρονιά αποτέλεσε ένα ακόμη έτος διαψεύσεων μεγάλων φόβων για την τύχη της ελληνικής, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας! Ενδεικτικά, κατά την τελευταία πενταετία έχουν διαψευσθεί οι «Κασσάνδρες» που προέβλεπαν:
• Οικονομικό εκτροχιασμό του Ευρωπαϊκού Νότου λόγω των «μνημονιακών πολιτικών» και στη συνέχεια διάλυση της Ευρωζώνης.
• Παγκόσμια οικονομική κρίση λόγω της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ.
• Παγκόσμια οικονομική κρίση, λόγω του «σπασίματος της φούσκας» στην κινεζική οικονομία.
• Παγκόσμια οικονομική κρίση λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων σε Ουκρανία, Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.
• Αναταραχή και έντονες επιπτώσεις λόγω της απόφασης των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου για BREXIT.
• Τριγμοί λόγω των σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων μέσα στο 2017 και του «κλίματος λαϊκισμού» σε Αυστρία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία.
• Και φυσικά την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη (θυμόμαστε αμερικανικό Οίκο που έδινε 70% πιθανότητα στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο).
Τρίτον, για μια ακόμη χρονιά (βλέπε στοιχεία παρατιθέμενου πίνακα), οι τράπεζες υποαπέδωσαν σε σχέση με το Γενικό Δείκτη, όπως επίσης -για μια ακόμη χρονιά- οι τίτλοι της μικρής κεφαλαιοποίησης υπεραπέδωσαν έναντι των blue chips.
Επιπλέον, οι τραπεζικές μετοχές διακρίθηκαν για μια ακόμη χρονιά για τις ιδιαίτερα έντονες διακυμάνσεις τους, με αποτέλεσμα οι αναλυτές: α) Είτε να τις προτείνουν μόνο στους οπαδούς του trading β) Είτε να θεωρούν πως πρέπει να αποτελούν μικρό μόνο ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου των επενδυτών.
Τέταρτον, η υπεραπόδοση των μετοχών χαμηλής κεφαλαιοποίησης δεν αποτέλεσε συγκυριακό γεγονός μέσα στο 2017, καθώς χαρακτηρίζει το σύνολο της τελευταίας πενταετίας, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα.
Πέμπτον, το 2017 ήταν ένα ακόμη έτος αυξημένης κερδοφορίας μετά το 2013 για τις εισηγμένες εταιρείες (εκτός τραπεζών και ΑΕΕΧ) του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου, τα καθαρά κέρδη ανέβηκαν κατά 24%, ενώ ίδια τάση επικράτησε και στις εισηγμένες που δημοσίευσαν αποτελέσματα εννεαμήνου.
Έκτον, το 2017 ήταν ένα ακόμη έτος αυξημένων χρηματικών διανομών προς τους μετόχους. Έτσι, εκτιμάται ότι μοιράστηκε μέσω μερισμάτων και επιστροφών κεφαλαίου ποσό ύψους 1,2 με 1,3 δισ. ευρώ, που είναι σαφώς υψηλότερο από τα αντίστοιχα των προηγούμενων ετών, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα (μετά το χαμηλό των 576 εκατ. ευρώ που μοίρασε το σύνολο των εισηγμένων στους επενδυτές το 2013, ακολούθησαν τα 637 εκατ. του 2014, τα 771 εκατ. του 2015 και το ένα δισ. του 2016).
Έβδομο, το 2017 ήταν η χρονιά του «stock picking», δηλαδή της επιλογής μετοχών. Με άλλα λόγια, από το 2013 μέχρι σήμερα -από τότε δηλαδή που σταθεροποιήθηκε το ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία- δεν βιώνουμε μια παράλληλη κίνηση των μετοχών είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, αλλά αντίθετα πολύ διαφορετικές πορείες ανάλογα με τις επιδόσεις και τις προοπτικές κάθε εισηγμένου Ομίλου.
Για παράδειγμα, ενώ ο Δείκτης υψηλής κεφαλαιοποίησης κέρδισε το 2017 19,8%, είδαμε αρκετές μετοχές του, είτε να υποχωρούν (δύο τράπεζες, ΔΕΗ, ΑΔΜΗΕ), είτε να σημειώνουν μικρές μεταβολές στις αποτιμήσεις τους (πχ ΤΙΤΑΝ, JUMBO, Folli-Follie).
Επίσης, όπως προκύπτει από τον παρατιθέμενο πίνακα, η πολιτική του stock picking δεν λειτούργησε θετικά μόνο μέσα στο 2017, αλλά και σε ολόκληρη την τελευταία πενταετία. Έτσι, σε μια περίοδο όπου ο Γενικός Δείκτης υποχρεώθηκε σε πτώση, παρουσιάζονται οι αποδόσεις έντεκα ενδεικτικών μετοχών του ΧΑ.
Όγδοο, η διαδικασία των deals έφερε σε αρκετές περιπτώσεις κέρδη στο επενδυτικό κοινό. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του κλάδου της υγείας, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα.
Επίσης, Μέσα στο 2017 δεν έλειψαν και οι δημόσιες προτάσεις που είτε οδήγησαν σε αποχώρηση εταιρειών από το ταμπλό του ΧΑ (πχ Μάρμαρα Κυριακίδη, Γαλαξίδι Ιχθυοκαλλιέργειες), είτε ενδεχομένως να οδηγήσουν (πχ Κορρές). Όσο και αν τέτοιες κινήσεις βλάπτουν μακροπρόθεσμα το χρηματιστηριακό θεσμό, πρόσκαιρα προσφέρουν βραχυπρόθεσμα κέρδη και κάποια ρευστότητα στο σύστημα.
Το περιβάλλον του 2018
Το 2018 φαίνεται πως θα παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το 2017, καθώς προβλέπεται:
• Να είναι μια χρονιά σχετικής ηρεμίας και ανάπτυξης για την Ευρωζώνη (γύρω στο +2% το ΑΕΠ), τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο (επηρεάζονται εξαγωγές και τουρισμός της Ελλάδας).
• Να αυξηθεί το ελληνικό ΑΕΠ για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (έστω και κάτω από το +2,5% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός). Όπως και το 2017, η αύξηση του ΑΕΠ θα βασιστεί στις εξαγωγές, στον τουρισμό και στη βιομηχανική παραγωγή, ενώ το κλειδί για το μέγεθος της ανάπτυξης θα είναι ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων, που υστέρησε το 2017).
• Να συνεχιστεί η πορεία προς την ομαλοποίηση της ελληνικής οικονομίας, μετά την περιπέτεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την πορεία των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων και για την τόνωση των τραπεζικών καταθέσεων.
• Να ενταθούν οι κινήσεις αναδιάρθρωσης κλάδων μέσα από εξαγορές και συγχωνεύσεις, ιδίως μέσα από τη διαδικασία αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων (πχ ιδιωτική υγεία, τηλεπικοινωνίες, τουρισμός, ιχθυοκαλλιέργειες, κλάδος σιδήρου-χάλυβα).
Αποτιμήσεις-Προοπτικές
Οι αποτιμήσεις των εισηγμένων εταιρειών είναι σήμερα σαφώς ακριβότερες σε σχέση με τα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας, δεδομένου ότι στις μη τραπεζικές μετοχές το ελάχιστο το είδαμε μέσα στο 2010!
Ενδεικτικό είναι ότι ενώ το 2012-2013 γύρω στο 20% των τίτλων διαπραγματεύονταν πάνω από τη λογιστική του αξία, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει περίπου διπλασιαστεί. Άρα, μια γενικότερη θεώρηση που λέει πως «οι αποτιμήσεις στο ΧΑ είναι τσάμπα» απέχει από την πραγματικότητα.
Στα αρνητικά επίσης εντάσσεται και το γεγονός ότι οι ξένες αγορές βρίσκονται σε υψηλά πολλών ετών, οπότε κανείς δεν θα εκπλαγεί αν στα διεθνή χρηματιστήρια παρατηρηθεί κάμψη, η οποία ενδεχομένως θα επηρεάσει και τις αποφάσεις των διεθνών funds για τη συμπεριφορά τους απέναντι στο ΧΑ.
Επιπρόσθετα, αστάθμητος παράγοντας παραμένει ο τραπεζικός κλάδος και κυρίως το αν και ποιου μεγέθους νέα επανακεφαλαιοποίηση θα χρειαστεί μέσα στο 2018. Σε περίπτωση που απαιτηθούν μεγάλες εκδόσεις, είναι πιθανόν να επηρεαστούν αρνητικά και οι μετοχές των υπόλοιπων κλάδων.
Από την άλλη πλευρά, σε περίπτωση που δεν βιώσουμε κάποια έκτακτα γεγονότα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, μέσα στο 2018 και με δεδομένη την αύξηση του ΑΕΠ, το πιθανότερο σενάριο θέλει:
• Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων να αποκλιμακωθούν περαιτέρω, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις τιμές-στόχους των αναλυτών.
• Τα εταιρικά κέρδη των μη τραπεζικών εισηγμένων αν δεν αυξηθούν, να μην υποχωρήσουν, ακόμη και αν πέσουν ως ένα βαθμό τα κυκλικά περιθώρια στον κλάδο των διυλιστηρίων.
• Τις χρηματικές διανομές να μην διαφοροποιηθούν σημαντικά, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις (πχ ΟΠΑΠ, ΕΧΑΕ, ΕΛΤΡΑΚ, Ικτίνος) μοιράστηκαν το 2017 μεγαλύτερα ποσά από τα ετήσια κέρδη. Με βάση άλλωστε, την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση των μη τραπεζικών τίτλων του ΧΑ στα 45,5 δις ευρώ και το 1,2 δις που μοιράστηκε το 2017, τότε προκύπτει μια μέση «μερισματική απόδοση» γύρω στο 2,5%, που είναι πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων.