H χώρα, η οικονομία, η αγορά, από το φθινόπωρο του 2014 και μετά βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού. Τα γεγονότα είναι γνωστά, οι επιπτώσεις αυτής της παρατεταμένης κρίσης ορατές –αν και όχι αποτυπωμένες στην ακριβή τους έκταση. Έστω κι έτσι, όμως, τον Μάιο του 2016 φάνηκε κάποια χαραμάδα φωτός στο τούνελ: η περιβόητη αξιολόγηση από τους δανειστές ολοκληρώθηκε, η χώρα είδε να απομακρύνεται σχεδόν οριστικά ο κίνδυνος του Grexit, σε τελική ανάλυση οι περισσότεροι εκτιμούσαν ότι – έστω και στο πολύ δύσκολο περιβάλλον του τρίτου Μνημονίου- υπήρχε μια βάση πάνω στην οποία η χώρα μπορούσε να κινηθεί και να ελπίζει ότι η ομαλότητα στην οικονομική ζωή θα αρχίσει να αποκαθίσταται.
Όμως, από το «Δόξα τω Θεώ» ξαναβρεθήκαμε στο «Βόηθα, Παναγιά»: δύο απρόβλεπτα (περισσότερο ή λιγότερο...) μέτωπα, ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό, απειλούν να κρατήσουν τη χώρα κολλημένη στον βάλτο όπου βρίσκεται.
Απ' τη μια πλευρά, η απόφαση των Βρετανών να βγουν από την Ε.Ε. σκοτεινιάζει τις οικονομικές προοπτικές του επόμενου διαστήματος (άρα και τις εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία) και περιπλέκει την κατάσταση στο πολιτικό επίπεδο (άρα και τις διαπραγματεύσεις για το χρέος, στο οποίο τόσο έχει ποντάρει η κυβέρνηση). Απ' την άλλη πλευρά, η κατάρρευση ενός κραταιού το πάλαι ελληνικού ομίλου, του Μαρινόπουλου, μπορεί να είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου που φτιαχνόταν εδώ και πολλά χρόνια, όμως απειλεί να συμπαρασύρει πλήθος εταιρειών – προμηθευτών της (με τις ανάλογες παράπλευρες απώλειες) στην πιο ακατάλληλη συγκυρία.
Σε κάθε περίπτωση το μείγμα είναι εκρηκτικό και όλα δείχνουν ότι η χώρα θα χρειαστεί -για πολύ καιρό ακόμα- να ζει κρατώντας την ανάσα της.
Σε μια περίοδο όπου αναμενόταν εξομάλυνση στο εσωτερικό της εγχώριας οικονομίας και οι φορείς προσδοκούσαν ότι η συμφωνία και η αποπληρωμή μέρους των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου θα έδινε κάποιες ανάσες ρευστότητας στις ελληνικές επιχειρήσεις, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο και η προσφυγή του Μαρινόπουλου στις διατάξεις του άρθρου 99 έρχονται για να αναστρέψουν τις σχετικές προσδοκίες.
Στο εσωτερικό μέτωπο και στην κατάρρευση (με τα μέχρι τώρα δεδομένα) του ομίλου Μαρινόπουλου, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στις επιπτώσεις στον ίδιον τον όμιλο, ούτε στους εκατοντάδες προμηθευτές του και τις χιλιάδες των εργαζομένων του και τις οικογένειές τους. Οι επιπτώσεις επεκτείνονται στις τράπεζες, αλλά και σε πλήθος άλλων εταιρειών που καμιά συναλλαγή δεν είχαν μαζί του. Επιπλέον, η τυχόν κατάρρευσή του θα επιφέρει και άλλες μεγάλες παρενέργειες στην οικονομία συνολικότερα, όπως για παράδειγμα έλλειψη εμπιστοσύνης στην αγορά και πλήγμα στις επί πιστώσει πωλήσεις.
Παράλληλα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα και το επίπεδο της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην εγχώρια οικονομία, γιατί παρότι τα προβλήματα στο όμιλο Μαρινόπουλου ήταν γνωστά, η προσέγγιση με τη Σκλαβενίτης είχε δώσει στην αγορά την αίσθηση ότι τα προβλήματα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και ήταν διαχειρίσιμα. Επίσης, αυξημένη αβεβαιότητα θα δημιουργηθεί στην αγορά από το γεγονός ότι ένας βασικός «παίκτης» σε έναν από τους πιο αμυντικούς κλάδους της οικονομίας, όπως είναι τα super market και το λιανεμπόριο τροφίμων, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
«Είναι φανερό ότι λόγω της υπόθεσης Μαρινόπουλου το κλίμα στην αγορά έχει επιδεινωθεί δραστικά κατά τις τελευταίες ημέρες, με πολλές επιχειρήσεις να ψάχνουν εναγωνίως να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους, να αποφεύγουν να πουλήσουν σε πελάτες που μέχρι χθες ενέτασσαν "στο κίτρινο" από πλευράς πιστοληπτικής ικανότητας και να αναβάλουν γενικότερα δαπάνες και λοιπές χρηματοοικονομικές εκθέσεις», δήλωσε στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας πως «το περιβάλλον έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο για όσες επιχειρήσεις αναζητούσαν μεγαλύτερες πιστώσεις και χρηματοδοτική στήριξη».
Διεθνής επιδείνωση
Σε μικρότερο βαθμό, βέβαια, οι προοπτικές για καλύτερη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων έχουν πληγεί και εξαιτίας του επιδεινωμένου γενικότερου περιβάλλοντος που έχει προκύψει μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες και τις επενδύσεις, στρέφει ως ένα βαθμό τα λεφτά προς ασφαλέστερους προορισμούς (άρα και από την Ελλάδα) και σε κάθε περίπτωση ανεβάζει τα επιτόκια. Το βασικό ερώτημα, λοιπόν, είναι το πόσο μεγάλο θα αποδειχτεί το σοκ του βρετανικού δημοψηφίσματος και το για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να επηρεάζει το διεθνές οικονομικό σκηνικό.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για την εγχώρια οικονομία, αλλά και την Ευρώπη συνολικότερα, είναι το πώς θα επηρεαστούν οι προσδοκώμενοι ρυθμοί ανάπτυξης την επόμενη διετία και πώς η αυξημένη αβεβαιότητα σε όρους πολιτικής θα επηρεάσει την πορεία των οικονομιών. Αν οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη δεν επιδεινωθούν το επόμενο χρονικό διάστημα και η ψυχολογία επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, τότε η επίδραση του Brexit μπορεί να είναι πολύ μικρή. Η ING Bank εκτίμησε την αρνητική επίδραση σε 0,01%-0,03% κατ' έτος. O πρόεδρος της EKT εκτίμησε ότι το Brexit θα «στοιχίσει» σε όρους ανάπτυξης από 0,3% έως 0,5% σωρευτικά την επόμενη τριετία.
Οι επιπτώσεις του Brexit για την Ελλάδα
Οι πρώτες επιπτώσεις θα προκληθούν (ειδικά στην εγχώρια, αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά) μέσω της διαφοροποίησης των εμπορικών σχέσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο έβδομος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της χώρας σε όρους εξαγωγών για το 2015. Οι ελληνικές εξαγωγές προς το Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι διαμορφώθηκαν στα 1,065 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας τους θετικούς ρυθμούς αύξησης των τελευταίων ετών, με τις εξαγωγές να αφορούν κυρίως τυποποιημένα και φρέσκα τρόφιμα. Η υποτίμηση της αγγλικής λίρας έναντι του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, που μέχρι στιγμής ανέρχεται στο 7%, είναι δυνατόν να επιταχυνθεί αν και εφόσον η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. επιβεβαιωθεί, γεγονός που θα επιδεινώσει την ελκυστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Ταυτόχρονα, οι εισαγωγές από Ηνωμένο Βασίλειο το 2015 παρέμειναν σταθερές στα 1,2 δισ. ευρώ περίπου καθιστώντας αυτόματα τα ελληνικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά σε απόλυτους όρους.
Επίσης, στον κρίσιμο τομέα του τουρισμού το κόστος μπορεί να είναι υψηλό. Το τελικό πρόσημο ωστόσο θα εξαρτηθεί από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως από τη διάρκεια της κρίσης που θα προκαλέσει το Brexit, από το πώς θα επηρεαστεί το διαθέσιμο εισόδημα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και από το πώς θα διαφοροποιηθούν (αν διαφοροποιηθούν) τα καταναλωτικά πρότυπα των Βρετανών τουριστών.
Η άμεση συνέπεια θα έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της κάμψης της στερλίνας σε σχέση με το ευρώ και το κατά πόσο αυτό θα επηρεάσει τους Βρετανούς τουρίστες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ, η Ελλάδα υποδέχεται από τη Μ. Βρετανία κατά μέσο όρο 2,5 εκατ. τουρίστες ετησίως. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΣΕΤΕ, σημαντικό μερίδιο των κρατήσεων γίνονται τελευταία στιγμή (έως και έναν μήνα προ της αναχώρησης), δηλαδή εντός Ιουνίου και Ιουλίου / Αυγούστου και εάν συμβεί αυτό, τότε ενδέχεται να επηρεαστούν αρνητικά και οι κρατήσεις τελευταίας στιγμής και για άλλες μορφές ταξιδιών αναψυχής, όπως ο τουρισμός πόλεων και ο πολιτιστικός τουρισμός, αλλά και η αγορά συνεδρίων, εταιρικών συναντήσεων και ταξιδιών κινήτρων.
Δυσκολίες χρηματοδότησης
Επτά χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η άντληση κεφαλαίων από το εξωτερικό παραμένει δύσκολη υπόθεση για τις ελληνικών συμφερόντων επιχειρήσεις, ακόμη και αν αυτές έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό, ακόμη και αν το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών τους διεξάγεται εκτός της χώρας. Οι τράπεζες του εξωτερικού είναι διστακτικές, οι αγορές ομολόγων ακριβές και τα διεθνή χρηματιστήρια αποδεικνύονται απρόσιτα.
Η δύσκολη αυτή κατάσταση, μάλιστα, ενδέχεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Μεγάλη Βρετανία.
H αλήθεια είναι πως οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας που καταφέρνουν να αντλούν κεφάλαια από το εξωτερικό σε «λογικό» για την εποχή επίπεδο μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, με πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα τον ΟΤΕ, την Coca-Cola HBC και τη Motor Oil.
Από την άλλη πλευρά, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Viohalco που δύο χρόνια μετά τη μεταφορά της έδρας της εκτός Eλλάδας, στις Βρυξέλλες, δεν έχει καταφέρει πολλά πράγματα όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών της πλάνων. Μάλιστα, τα στελέχη του ελληνικού ομίλου παραδέχονται πως ακόμη βρίσκονται στο στάδιο που «χτίζονται σχέσεις» και πως το εγχείρημα θα αποδώσει σε βάθος χρόνου στον βαθμό που ο κίνδυνος της Ελλάδας θα μειωθεί και η εισηγμένη θα βελτιώνει τις επιδόσεις της.
Επίσης, ο όμιλος των Ελληνικών Πετρελαίων σχεδίαζε να εκδώσει πενταετές ομολογιακό τον προσεχή Σεπτέμβριο, με στόχο να αντλήσει κεφάλαια της τάξης των 200-400 εκατ. ευρώ. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει συμφωνήσει με την Credit Suisse ώστε η τελευταία να αναλάβει κύριος ανάδοχος της έκδοσης. Το αν τελικώς θα πραγματοποιηθεί το εγχείρημα τον προσεχή Σεπτέμβριο ή αν θα μετατεθεί για αργότερα, θα κριθεί από το πόσο θα έχει υποχωρήσει το ρίσκο στις χρηματαγορές και αν, ως εκ τούτου, το επιτόκιο της έκδοσης μπορεί να διαμορφωθεί σε αποδεκτά επίπεδα.