Οι καταναλωτές φαίνεται τελικά ότι θα «αποζημιώσουν» τις εταιρείες Παροχής Αερίου για την απώλεια του αποκλειστικού δικαιώματος πώλησης φυσικού αερίου στα δίκτυα πόλης.
Το «δώρο» της κυβέρνησης προς τους μετόχους των ΕΠΑ, δηλαδή ΔΕΠΑ, Shell και ΕΝΙ, δόθηκε μέσω του νομοσχεδίου που κατατέθηκε προχθές στη Βουλή για την απελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου, δηλαδή την κατάργηση των τοπικών μονοπωλίων σε όσες περιοχές δραστηριοποιούνται οι ΕΠΑ και η ΔΕΠΑ.
Όπως έχει επισημανθεί, η αποζημίωση των τριών εταιρειών για την απώλεια του μονοπωλίου ήταν το "αγκάθι" που δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της διαδικασίας απελευθέρωσης, καθώς ούτε η ΔΕΠΑ, ούτε και το Δημόσιο είναι σε θέση να προσφέρου ανταλλάγματα.
Έτσι, για ακόμη μια φορά, η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου και η κυβέρνηση προέκρινε την εύκολη μέθοδο. Δηλαδή να φορτώσει στους καταναλωτές τη δική της υποχρέωση, μόνο που η λύση αυτή, εκτός του ότι αφαιρεί εισόδημα από τους απλούς καταναλωτές υπέρ των οποίων κόπτεται, μειώνει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας.
Η ρύθμιση προβλέπει συγκεκριμένα αύξηση κατά... 500% του τιμολόγιου του Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής (ΕΠΑ και ΔΕΠΑ) για τη χρήση του από τους καταναλωτές. Αυτό μέχρι τώρα ανέρχεται σε 0,8 ευρώ στη μεγαβατώρα φυσικού αερίου, η οποία αντιστοιχεί σε 85-87 κυβικά μέτρα αερίου.
Με τη νέα ρύθμιση το ποσό αυξάνεται σε 4 ευρώ τη μεγαβατώρα. Στις μικρές οικιακές ή εμπορικές καταναλώσεις, η αύξηση αυτή μπορεί να μη γίνεται ιδιαίτερα αισθητή.
Ωστόσο, στις μεγάλες καταναλώσεις των βιομηχανιών που είναι συνδεμένες με τα δίκτυα πόλης τα οποία διαχειρίζονται και θα συνεχίσουν να διαχειρίζονται οι ΕΠΑ (και στη συνέχεια οι Εταιρίες Διανομής-ΕΔΑ), αυξάνει ακόμη περισσότερο το ενεργειακό και άρα το παραγωγικό κόστος, καθιστώντας τες μη ανταγωνιστικές.
Όπως επισήμαιναν στο Euro2day.gr παράγοντες τη βιομηχανίας, με την αύξηση αυτή, το τέλος χρήσης δικτύου διανομής αντιπροσωπεύει πλέον το 20% της τιμής αγοράς φυσικού αερίου, δοθέντος ότι στην πρόσφατη δημοπρασία της ΔΕΠΑ, οι αγορές έγιναν στα επίπεδα των 20 ευρώ η μεγαβατώρα.
Εάν, δε, ληφθεί υπόψη ότι το αέριο επιβαρύνεται με ειδικό φόρο κατανάλωσης 5,4 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ το τέλος χρήσης δικτύου μεταφοράς (ΔΕΣΦΑ) ανέρχεται σε 2-3 ευρώ, τελικά, οι φόροι και οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις ξεπερνούν το 50% επί της τιμής αερίου όπως διαμορφώνεται πλέον αυτή.
Απορροφούν δε τις μειώσεις της τιμής του καυσίμου, λόγω πτώσης των τιμών πετρελαίου διεθνώς (οι τιμές πετρελαίου επηρεάζουν σε μεγάλο ποσοστό την τιμή του φυσικού αερίου).
Τι προβλέπει το νομοσχέδιο
Τέλος και σε ό,τι αφορά στη ρύθμιση του νομοσχεδίου, με την οποία αυξάνουν οι χρεώσεις για τη χρήση του δικτύου, αυτή προβλέπει τα εξής:
«Εντός ενός μηνός από τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Τιμολογίων της παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 4001/2011, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, η ΔΕΠΑ, υπό την ιδιότητά της ως Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής Λοιπής Ελλάδος, και οι ΕΠΑ Αττικής, Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης, υπό την ιδιότητά τους ως Διαχειριστών των Δικτύων των αντίστοιχων γεωγραφικών περιοχών, υποβάλλουν προς έγκριση στη ΡΑΕ τα τιμολόγια με βάση τα οποία εισπράττουν αντάλλαγμα για κάθε Βασική Δραστηριότητα που παρέχουν στους χρήστες, σύμφωνα με τη διάταξη του παρ. 4 του ν. 4001/2011, όπως τροποποιείται δια του παρόντος. Από τον χρόνο θέσης του παρόντος σε ισχύ έως και τον χρόνο θέσης σε ισχύ των ανωτέρω τιμολογίων, η τιμή για την παροχή Βασικών Δραστηριοτήτων προς τους Χρήστες από τη ΔΕΠΑ και τις ΕΠΑ ορίζεται σε τέσσερα (4) ευρώ ανά Mwh».
Με τη διάταξη αυτή, στην ουσία, το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης επιχειρεί να δημιουργήσει κλίμα ενόψει της γνωμοδότησης της ΡΑΕ για το ύψος της συγκεκριμένης χρέωσης. Έτσι ,εφόσον η γνωμοδότηση ορίσει τίμημα έστω και λίγο χαμηλότερο από τα 4 ευρώ, να παρουσιαστεί ως «παραχώρηση» προς τους καταναλωτές.