Oι αγορές υποδέχτηκαν με άγριες διαθέσεις όχι τόσο την εκλογή της νέας κυβέρνησης, όσο τις πρώτες δηλώσεις και κινήσεις των υπουργών της και κυρίως την "επεισοδιακή" έναρξη των διαπραγματεύσεων. Οι αισιόδοξοι πιστεύουν πως οι κινήσεις αποκλιμάκωσης που έγιναν την Τετάρτη από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, αλλά κυρίως η δήλωση του πρωθυπουργού το Σάββατο στο Bloomberg για «συμμάζεμα της κατάστασης» θα αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς και πως το κλίμα σταδιακά θα αρχίσει να βελτιώνεται, ιδίως αν σε σύντομο χρονικό διάστημα προκύψει μια ενδιάμεση συμφωνία για τη χρηματοδότηση της χώρας.
Παρ' όλα αυτά, η έκτακτη προσφυγή στις κάλπες επιβάρυνε τόσο την πραγματική οικονομία όσο και τα δημόσια ταμεία και το βέβαιο είναι πως όσο περισσότερο διατηρείται η αβεβαιότητα, τόσο περισσότερο θα πρέπει να ξεχνάμε τα περί θετικών ρυθμών ανάπτυξης το 2015.
Ο προβληματισμός αυτός δεν άφησε ανεπηρέαστο το Χρηματιστήριο της Αθήνας, το οποίο μετά τη μεγάλη πτώση, ψάχνει να βρει σημεία ισορροπίας και τα τεχνικά του πατήματα. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η ύπαρξη μετρητών σε σημαντικό ποσοστό του χαρτοφυλακίου, κρίνεται απαραίτητη.
Λίγες μέρες μετά την εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου, η αγωνία των επενδυτών είναι μεγαλύτερη από πριν και δεν περιορίζεται μόνο στη γενικότερη ψυχρή υποδοχή των αγορών σε μια, επί της ουσίας, «άγνωστη» ελληνική κυβέρνηση. Αντίθετα, μέσα σε λίγα 24ωρα πλήθυναν τα ερωτήματα για το πώς η ελληνική πλευρά θα μπορέσει τελικά να έρθει σε συμβιβασμό με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους δανειστές της, καθώς η προϋπάρχουσα απόσταση των θέσεών τους διευρύνθηκε περαιτέρω.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι ξένοι ηγέτες υποδέχτηκαν με «πολιτικά ορθό» τρόπο την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές: συγχαρητήρια μηνύματα από όλους και κλείσιμο ραντεβού για άμεσες συναντήσεις. Αντίθετα, η «επίσημη Ευρώπη των Βορείων» κάλεσε τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει από εκεί ακριβώς που τερμάτισε η προκάτοχός της: συμφωνία με την τρόικα για θετική αξιολόγηση του προγράμματος έως το τέλος του μήνα και στη συνέχεια συζητήσεις για την προληπτική γραμμή στήριξης, μεταφέροντας μάλιστα σε ένα αβέβαιο μέλλον το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους.
Το στοιχείο που προκάλεσε έντονο εκνευρισμό στις αγορές είναι ότι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης κατά τις πρώτες κιόλας μέρες της, διεύρυνε κατά πολύ την υπάρχουσα διαφορά απόψεων. Όσο κι αν οι κ. Δραγασάκης και Βαρουφάκης προσπάθησαν εκ των υστέρων να καθησυχάσουν το επενδυτικό κοινό σε Ελλάδα και εξωτερικό, η αλήθεια είναι ότι μια σειρά πολιτικών δηλώθηκε ότι θα ακυρωθούν.
-Πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πάγωμα των ιδιωτικοποιήσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως η ενέργεια και τα αεροδρόμια. Και μπορεί μεν η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ να φάνταζε πολύ δύσκολη υπόθεση ανεξάρτητα από το ποιος θα κυβερνούσε τη χώρα, η περίπτωση των αεροδρομίων ήταν πολύ διαφορετική: ο αγοραστής είχε βρεθεί (ήταν μάλιστα Γερμανός), το τίμημα είχε συμφωνηθεί και το μόνο που απέμενε ήταν οι τυπικές διαδικασίες.
-Ένα δεύτερο πεδίο που ξεσήκωσε αντιδράσεις, ήταν οι δηλώσεις για επαναπροσλήψεις χιλιάδων εργαζομένων στο δημόσιο. Όσο και αν κάποιοι προσπάθησαν να πουν ότι κάτι τέτοιο δεν θα επιβάρυνε σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό, η ουσία είναι πως μέσα σε μόλις 48 ώρες, η νέα κυβέρνηση φάνηκε να ξηλώνει όλα τα μέτρα που ελήφθησαν κατά την τελευταία διετία από τη συγκυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ και έδωσε την εντύπωση πως ξεκινά μια νέα πολιτική σαφούς δημοσιονομικής χαλάρωσης, σε αντίθεση με τη συνέχιση των σταθεροποιητικών προγραμμάτων που ζητούν οι πιστωτές μας.
Δύο σφάλματα
Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, η κυβέρνηση υπέπεσε σε δύο σημαντικά σφάλματα: οι όποιες διαφοροποιήσεις στη μέχρι τώρα συμφωνημένη πολιτική ανακοινώθηκαν μονομερώς στις κάμερες των τηλεοράσεων και δεν προέκυψαν ως αποτέλεσμα διαπραγματευτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, και δεύτερον δεν έδρασε συντονισμένα.
Ορισμένοι βέβαια υποστηρίζουν πως είναι νωρίς για οποιαδήποτε κριτική, πως ορισμένες κινήσεις αποτελούν κινήσεις δημιουργίας κλίματος εν όψει των επικείμενων σκληρών διαπραγματεύσεων, πως μόνο έτσι θα μπορέσει η Ελλάδα να πετύχει «κάτι καλό» στις συζητήσεις και τελικά πως σύντομα το κλίμα ηρεμίας θα επανέλθει ή ότι έστω η αβεβαιότητα θα περιοριστεί.
Βαρίδι οι πρόωρες εκλογές
Οι καταθέσεις των τραπεζών έχουν μειωθεί κατά 10 δισ. ευρώ, στα δημόσια οικονομικά εξαφανίστηκε το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο του 2014 όσο και του 2015, ενώ βουτιά εκτιμάται ότι παρατηρήθηκε και στο ΑΕΠ της χώρας κατά το τελευταίο δίμηνο.
Ενδεχόμενη παράταση της αβεβαιότητας θα επιδεινώσει περαιτέρω τα πράγματα. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα θα δυσκολευτεί ακόμη περισσότερο να πείσει τους Ευρωπαίους ότι πρέπει να χαλαρώσει το πρόγραμμα με το μέχρι σήμερα επιχείρημά της ότι δεν θα πρέπει να επιτυγχάνει τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της. Και αυτό γιατί ούτε το 2014 πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα ούτε και το 2015 προβλέπεται να το επιτύχει.
Επιπλέον, λόγω της προσφυγής στις κάλπες, οι καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κατά περίπου 10 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα η χώρα δεν έχει μπορέσει να εισπράξει τα 7 δισ. ευρώ της τελευταίας δόσης (απαιτείται η ολοκλήρωση της αξιολόγησης που αρνείται η κυβέρνηση), αλλά και τα 2 δισ. ευρώ από την επιστροφή κερδών από τις ξένες κεντρικές τράπεζες.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο οι τράπεζες θα μπορέσουν τους επόμενους μήνες να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία, έχοντας μειωμένη ρευστότητα και συνεχίζοντας να χρηματοδοτούν το δημόσιο μέσα από την αγορά έντοκων γραμματίων. Για όσο διάστημα δεν θα μπορούν να τη χρηματοδοτήσουν, πόσο αρνητικά θα επηρεαστεί το ΑΕΠ του 2015;
Το χρηματιστήριο φοβάται την επόμενη μέρα
Με σαρωτικές απώλειες στις τράπεζες υποδέχθηκε τη νέα κυβέρνηση το ΧΑ. Στα όρια του 40% η πτώση του τραπεζικού δείκτη, άνοδος των αποδόσεων στα ομόλογα με το 3ετές στο 19% και εκτόξευση στα ασφάλιστρα κινδύνου, που πλέον αποτιμούν και πάλι την πιθανότητα χρεοκοπίας στην πενταετία στο 70% από 59% στις 23 Ιανουαρίου.
Η τοποθέτηση από τη Standard & Poor's της αξιολόγησης «Β» της χώρας υπό παρακολούθηση με αρνητικές προοπτικές (credit watch negative) είναι ενδεικτική της πίεσης που ασκούν και θα ασκήσουν περισσότερο οι αγορές στις πρώτες πολιτικές αποφάσεις της νέας κυβέρνησης και δεν θα είναι απίθανο στις επόμενες μέρες να έχουμε συνέχεια από τις Moody's και Fitch.
Τα σημεία στα οποία στέκεται ο οίκος αξιολόγησης είναι η περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές ομολόγων, η ανάγκη χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα για να καλύψει τις λήξεις χρεών ύψους 17 δισ. ευρώ το 2015, συμπεριλαμβανομένων των 6,7 δισ. ευρώ χρέους της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και τα 8,6 δισ. ευρώ του ΔΝΤ, και η τεχνική παράταση του ελληνικού προγράμματος ως το τέλος Φεβρουαρίου. Παράλληλα, το ανησυχητικό στοιχείο που το Χ.Α. έχει ήδη λάβει υπόψη του, είναι η εκροή των καταθέσεων από τις τράπεζες.
Το σπιράλ της πτώσης στο οποίο έχει εισέλθει η αγορά, όσο υπερβολικό κι αν μοιάζει εκ πρώτης άποψης, είναι δυνατόν να εκτροχιάσει την κατάσταση πολύ ταχύτερα και από τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις. Οι πωλητές κυριαρχούν απόλυτα, με τα ξένα χαρτοφυλάκια να μειώνουν ή και να μηδενίζουν θέσεις σε μια αγορά όπου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση.
Η εικόνα και των εταιρικών ομολόγων των ελληνικών εταιρειών επίσης δεν είναι καλή, αλλά είναι σίγουρα πιο ενθαρρυντική αφού το ομόλογο του ΟΤΕ που λήγει το 2018 αν και είναι διαπραγματεύσιμο στο 103,68 (τιμές Πέμπτης), είναι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δώδεκα μηνών. Το αντίστοιχο της ΔΕΗ είναι διαπραγματεύσιμο στο 78,55, αλλά αρκετά ψηλότερα από ό,τι στις αρχές του μήνα.
Από την άλλη πλευρά, παρά την τρομακτική πτώση των τιμών και την εκτόξευση της μεταβλητότητας και του πανικού, το βασικό γενικό σενάριο στις αγορές παραμένει στον θετικό πόλο και αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις των ομολόγων, ειδικά των πορτογαλικών, ιταλικών και ισπανικών. Το βασικό σενάριο βλέπει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έρθει σε συμβιβασμό με τους δανειστές για τους όρους της πρόσθετης χρηματοδότησης, δεδομένων των ισχυρών κινήτρων και των δύο πλευρών να αποφύγουν την εμπλοκή, χωρίς ωστόσο ο χρονικός ορίζοντας της απόφασης να είναι καθαρός.
Το ερώτημα πλέον είναι αν αυτή η αναταραχή έχει ορατό τέλος. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι η περίοδος αστάθειας θα διαρκέσει έως ότου υπάρξουν απτά δείγματα από την κυβέρνηση ότι παραμένει εντός σχεδιασμών και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί.