Σε πάγωμα, αλλά και σε ακύρωση μεμονωμένων επενδυτικών σχεδίων, που προωθούσαν ξένοι όμιλοι στην Ελλάδα έχει οδηγήσει η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης τις τελευταίες εβδομάδες. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, σοβαρές είναι οι επιπτώσεις κυρίως στον τομέα των ακινήτων, ενώ «στο ψυγείο» έχουν τοποθετηθεί και αντίστοιχες κινήσεις σε άλλους τομείς της οικονομίας όπως ο τουρισμός.
Η προσωρινή αναστολή επενδυτικών σχεδίων δεν θεωρείται η χειρότερη εξέλιξη από στελέχη εταιρειών συμβούλων. Αυτό που κυρίως φοβούνται είναι πως θα χρειαστούν μήνες προκειμένου να ενεργοποιηθούν εκ νέου οι διεθνείς όμιλοι που από την αρχή του χρόνου διερευνούσαν την ελληνική αγορά.
Οι ίδιοι παράγοντες ξεκαθαρίζουν πως συνεχίζουν να κινούνται στην ελληνική αγορά διεθνή επιθετικά χαρτοφυλάκια (vulture funds ή private equities) τα οποία αναζητούν ευκαιρίες για αγορές «μισοτιμής». Το ενδιαφέρον των συγκεκριμένων επενδυτών παραμένει αμείωτο, καθώς η αναστάτωση μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερα τιμήματα.
«Οι ξένοι επενδυτές στον τομέα των ακινήτων δεν έχουν ακριβώς παγώσει τα επενδυτικά τους σχέδια, αλλά εμφανίζονται εξαιρετικά μουδιασμένοι» δηλώνει η Δίκα Αγαπητίδου, επικεφαλής της εταιρείας συμβούλων ακινήτων Αθηναϊκή Οικονομική που εκπροσωπεί την Ελλάδα τον διεθνή όμιλο Jones Lang LaSalle. «Ακόμα και σε ορισμένες περιπτώσεις που έχει ολοκληρωθεί και το due diligence δεν προχωρούν στο επόμενο βήμα καθώς περιμένουν να ξεκαθαρίσει η πολιτική κατάσταση».
Πρόσφατα η κα Αγαπητίδου είχε υποστηρίξει πως φέτος οι ξένες επενδύσεις στην ελληνική αγορά ακινήτων μπορεί να φτάσουν το ένα δισ. ευρώ (προσέγγισαν τα 750 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο, με τη συνδρομή του Ταμείου Ιδιωτικοποιήσεων λόγω Αστέρα, κτιρίων δημοσίου, κ.λπ.). Τώρα δεν είναι σίγουρο πως θα προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο μέγεθος. Η ίδια επισημαίνει πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει έντονο ανταγωνισμό από πρώην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, όπως η Ρουμανία. "Αν υποθέσουμε πως εμείς θα φτάσουμε φέτος το 1 δισ. ευρώ, η Ρουμανία θα φτάσει τα 3 δισ. ευρώ" τονίζει.
«Η αβεβαιότητα των τριών τελευταίων εβδομάδων έχει οδηγήσει σε αναβολή υπογραφής κάποιων συμφωνιών, ενώ υπήρξε ξένος επενδυτής ο οποίος ακύρωσε το σχέδιο που προωθούσε λόγω της αύξησης του πολιτικού κινδύνου» υποστηρίζει ο κ. Θωμάς Ζιώγας, διευθυντής ανάπτυξης της NAI Hellas, που αποτελεί τον ελληνικό βραχίονα του ομίλου NAI Global. Κατά τον κ. Ζιώγα, όσο θα παρατείνεται η πολιτική αβεβαιότητα, τόσο θα δυσκολεύονται όσοι προωθούν συμφωνίες με διεθνείς ομίλους. Όπως επισημαίνει, το πρόβλημα είναι πως πολλές φορές απαιτείται μέχρι και ένας χρόνος προκειμένου να κινητοποιηθεί ένας ξένος όμιλος και να εξετάσει συμφωνίες στην Ελλάδα. Αν παγώσει το ενδιαφέρον του, τότε θα χρειαστεί νέα πολύμηνη προσπάθεια για να επανέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τον κ. Τάκη Δουμάνογολου, διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων Insight Capital, «είναι φυσικό οι επενδύσεις το τελευταίο χρονικό διάστημα να έχουν παγώσει, λόγω ελλιπούς ορατότητας. Άλλωστε, η έντονη μεταβλητότητα που επικρατεί στις ελληνικές αγορές των μετοχών και ομολόγων αυτό υποδηλώνει».
«Η αλήθεια όμως είναι πως τον Σεπτέμβριο, όταν η κατάσταση ήταν πιο ομαλή, πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν τις επενδύσεις τους, με την Ελλάδα να έχει ξαναμπεί στο χάρτη του διεθνούς ενδιαφέροντος. Πάντως, πρόσθετοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αναθερμάνουν το επενδυτικό ενδιαφέρον πέραν της σταθεροποίησης του πολιτικού κλίματος, είναι η ουσιαστική ρύθμιση του ζητήματος των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, αλλά και η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων. Θα ήθελα να τονίσω πως παραδείγματα εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα έχουν υπάρξει στο εξωτερικό, αλλά η κατάσταση στην Ελλάδα εξελίσσεται πολύ διαφορετικά».
Σκοντάφτουν και οι τουριστικές επενδύσεις
Η πολιτική αβεβαιότητα ήρθε να προστεθεί στο «παζάρι» των επιδοτήσεων του ΕΣΠΑ (για τη μοιρασιά των 500 εκατ. ευρώ που έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση δια στόματος του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά πως θα διαθέσει για επενδύσεις στον τουρισμό) το οποίο έχει εγκλωβίσει σημαντικές επενδύσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο.
Η άνοιξη του ελληνικού τουρισμού της τελευταίας διετίας, ταυτόχρονα, «πάγωσε» πολλά δρομολογημένα ντιλ που αφορούσαν εξαγορά υφιστάμενων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και την υλοποίηση επενδύσεων σε αυτές. Ο λόγος είναι πως οι ιδιοκτήτες τους βελτίωσαν τη διαπραγματευτική τους θέση, το τίμημα εξαγοράς αυξήθηκε σε βαθμό που να θεωρείται ασύμφορο από τους υποψήφιους αγοραστές και κάπου εκεί μπήκε μια άνω τελεία στο θέμα.
Χαρακτηριστική της επενδυτικής δυστοκίας θεωρείται η περίπτωση του ευρωπαϊκού ταξιδιωτικού κολοσσού TUI ο οποίος διακινεί το 10% των ξένων τουριστών στη χώρα μας. Σε συνάντησή του με τον Α. Σαμαρά πέρυσι, ο επικεφαλής της TUI Travel είχε δημοσιοποιήσει την πρόθεση του ομίλου να υλοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Πρόθεση που είχε χαρακτηριστεί τότε από πλευράς κυβέρνησης ως ψήφο εμπιστοσύνης στην οικονομία της χώρας και τον ελληνικό τουρισμό.
Ένα χρόνο αργότερα, πριν λίγες μέρες, μετά από νέα συνάντηση του πρωθυπουργού με τον δ/ντα σύμβουλο της TUI Travel στο Μέγαρο Μαξίμου, δεν υπήρχε τίποτα ανακοινώσιμο για το θέμα. Πέραν της εξαγγελίας της TUI πως σκοπεύει να υλοποιήσει περισσότερες από δέκα επενδύσεις στη χώρα μας την περίοδο 2015-2016.
Τα κενά που επεσήμαναν υποψήφιοι επενδυτές πως υπήρχαν στο θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση μεγάλων τουριστικών επενδύσεων δεν εξηγεί τη δυστοκία. Κι αυτό καθώς το περασμένο καλοκαίρι ψηφίστηκε νέο θεσμικό πλαίσιο, αρκούντως ελκυστικό για τους επενδυτές μετά και τις διορθώσεις που έγιναν εκ των υστέρων.
Το εργασιακό περιβάλλον δεν αποτελεί «αγκάθι» αφού θεωρείται, ήδη, ιδιαίτερα ελκυστικό για τους επενδυτές. Μέγα ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει το σταθερό φορολογικό πλαίσιο που ζητούν επίμονα οι επενδυτές και θέτουν ως βασική προϋπόθεση για επενδύσεις.