Η ιστορία του ομίλου Σκλαβενίτη, που ξεκίνησε ως μια χονδρεμπορική επιχείρηση στα μέσα του 20ου αιώνα, είναι στην ουσία και η ιστορία της Ελλάδας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αρχή έγινε το 1954 όταν τα αδέλφια Σπύρος και Γιάννης Σκλαβενίτης, μαζί με τον φίλο τους Μιλτιάδη Παπαδόπουλο, ξεκίνησαν μια επιχείρηση χονδρικής πώλησης τροφίμων σε παντοπωλεία, τη συσκευασία και τη διάθεση μπαχαρικών σε καρτέλες στην περιοχή των Πετραλώνων. Χωρίς να το ξέρουν, έβαζαν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός από τους μεγαλύτερους ομίλους της χώρας.
Επτά δεκαετίες από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η «Σ. ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ & ΣΙΑ Ο.Ε.», η οικογένεια Σκλαβενίτη έχει καταφέρει να χτίσει έναν από τους πιο ισχυρούς πυλώνες του λιανικού εμπορίου της Ελλάδας, με δραστηριότητές στο εξωτερικό, και με φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον που περιλαμβάνουν και την περαιτέρω επέκταση του παραγωγικού αποτυπώματος.
Πέρυσι ο όμιλος Σκλαβενίτης, που περιλαμβάνει επίσης τις αλυσίδες Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης, Χαλκιαδάκης, The Mart και Σκλαβενίτης Κύπρου, ξεπέρασε τα 5,16 δισ. ευρώ σε πωλήσεις, σημειώνοντας αύξηση 15% σε σχέση με το 2022.
Την ίδια χρονιά, εμφάνισε κέρδη προ φόρων 135,4 εκατ. ευρώ (ποσοστό 2,6% επί του συνολικού κύκλου εργασιών), οι επενδύσεις ανήλθαν στα 140 εκατ. ευρώ ενώ οι νέες επενδύσεις που δρομολογεί μέχρι το 2025 θα φθάσουν τα 280 εκατ. ευρώ. Διαθέτει δίκτυο 537 καταστημάτων στην Ελλάδα και την Κύπρο, σημαντική παρουσία σε παραγωγικές μονάδες (όπως αυτές στα χαρτικά και τις ζύμες), μεγάλη ακίνητη περιουσία, ενώ είναι και ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης της χώρας απασχολώντας 39.042 εργαζομένους.
Επέκταση στην κυπριακή αγορά με ορίζοντα προς τον Βορρά
Η απόκτηση του δικτύου των καταστημάτων της «Μαρινόπουλος» προ επταετίας επέτρεψε στον Σκλαβενίτη να μπει στην Κύπρο, ενώ η αλυσίδα συνεχίζει να επενδύει στην αγορά του νησιού. Μόλις πρόσφατα απέκτησε τα 9 καταστήματα της αλυσίδας Παπαντωνίου, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των καταστημάτων της Σκλαβενίτης Κύπρου στα 27. Παράλληλα, το ανθρώπινο δυναμικό στην Κύπρο έχει φτάσει τους 2.350 εργαζόμενους.
Ωστόσο, η στρατηγική επέκτασης του Σκλαβενίτη δεν περιορίζεται μόνο στην Μεγαλόνησο. Στην ατζέντα του ομίλου βρίσκεται η εξάπλωση και προς Βορρά. Στο πλαίσιο αυτό φέρεται να έχει «σκανάρει» αρκετές αγορές μεταξύ των οποίων και αυτή της Πολωνίας, η οποία με την ισχυρή οικονομία και την αυξανόμενη καταναλωτική δύναμη εμφανίζεται ως μια ελκυστική αγορά για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Η Πολωνία, με πληθυσμό 38 εκατομμύρια και ταχέως αναπτυσσόμενο ΑΕΠ, αποτελεί μια αγορά με προοπτική. Ο κλάδος των σούπερ μάρκετ στην Πολωνία ξεπερνά τα 45 δισ. ευρώ -σ.σ. στην Ελλάδα οι 35 μεγάλοι τζιράρουν πάνω από 13 δισ. ευρώ- και κυριαρχείται από discounters και αλυσίδες χαμηλού κόστους.
Οι νέες επενδύσεις στην e-εποχή
Πέρα από την επέκταση και τις εξαγορές, το επόμενο μεγάλο στοίχημα για τη Σκλαβενίτης είναι η αξιοποίηση της ψηφιοποίησης και των νέων τεχνολογιών στην καθημερινή της λειτουργία. Εν μέσω μιας ταχύτατα μεταβαλλόμενης αγοράς, η ανάγκη για ψηφιοποίηση και εκσυγχρονισμό των υποδομών της καθίσταται επιτακτική.
Η αλυσίδα επενδύει σε νέες τεχνολογίες για την εφοδιαστική αλυσίδα, τη διαχείριση αποθεμάτων και τις ηλεκτρονικές πωλήσεις. Μάλιστα οι επενδύσεις που έχει δρομολογήσει αφορούν εκτός από την ανάπτυξη του δικτύου της και την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της, τη δημιουργία ενός νέου υπερσύγχρονου κέντρου διανομής 125.000 τ.μ. στην Αττική, τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των υποδομών logistics και τη βελτίωση των υπηρεσιών e-commerce.
Και το αποτύπωμα στην παραγωγή
Ένα εξίσου μεγάλο κεφάλαιο του ομίλου είναι το αποτύπωμα στην παραγωγή και η απόκτηση βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό εξαγόρασε το πρώην εργοστάσιο της «Πίτσος» στον Άγιο Ι. Ρέντη. Οι εργασίες στο συγκεκριμένο χώρο για τον οποίο ο όμιλος δεν έχει αποκαλύψει πως θα τον αξιοποιήσει, θα ξεκινήσουν τους πρώτους μήνες του 2025. Μέχρι τον ερχόμενο Απρίλιο θα ξεκινήσει και η λειτουργία της νέας μονάδας έτοιμων γευμάτων στη Μαγούλα. Η νέα μονάδα δημιουργείται στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «Μανδράλ Ακίνητα Αποθηκών» που εξαγόρασε πρόσφατα και την μετονόμασε σε «Αύρα Παραγωγή Γευμάτων».