Αντιμέτωπες με την ορμή της ρωσικής κρίσης, εκτός από τις ελληνικές εξαγωγές και την πρωτογενή παραγωγή, λόγω του εμπάργκο που επέβαλε η Ρωσία, δεν αποκλείεται να βρεθούν και εταιρείες που εδώ και αρκετά χρόνια δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά.
Ήδη χθες η Coca Cola HBC ανακοίνωσε ότι προχώρησε σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών της για τον όγκο πωλήσεων στο σύνολο του έτους, εξαιτίας της ξαφνικής επιδείνωσης των συνθηκών στη Ρωσία, αγορά στην οποία πραγματοποιεί το 19% του όγκου των πωλήσεών της. Πλέον αναμένει ότι οι πτωτικοί ρυθμοί που καταγράφηκαν το πρώτο εξάμηνο (σημειώθηκε πτώση 3% στο σύνολο του όγκου πωλήσεων) θα διατηρηθούν σε παρόμοια επίπεδα και για το υπόλοιπο του έτους.
Στη Ρωσία, βασική αγορά του ομίλου της Coca Cola HBC, οι πωλήσεις με το εμπορικό σήμα Coca Cola υποχώρησαν 5% και οι πωλήσεις ανθρακούχων αναψυκτικών 4%. Μόνο η Fanta κατέγραψε ουσιαστική αύξηση των πωλήσεων. Η πτώση αυτή, που καταγράφηκε στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου -η πρώτη τα τελευταία δέκα τρίμηνα σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Canadian- αποδίδεται εν πολλοίς στην κλιμάκωση των γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή, η οποία είχε αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, όπως και στη ζήτηση.
Βέβαια η Coca Cola HBC είχε κρούσει το καμπανάκι για ενδεχόμενα προβλήματα στη ρωσική αγορά ήδη από τις αρχές του έτους με την ανακοίνωση των ετήσιων αποτελεσμάτων της. Τότε προφητικά είχε αναφέρει ότι οι οικονομικές κυρώσεις προς τη Ρωσία από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς τη λειτουργική και τη χρηματοοικονομική απόδοση του ομίλου.
Την ίδια ώρα, επιφυλακτικός ως προς τις προοπτικές της Ρωσίας παραμένει και ο όμιλος Frigoglass, ο οποίος αναμένει ότι το δεύτερο εξάμηνο του έτους οι δυσχερείς συνθήκες στις αναδυόμενες αγορές θα συνεχιστούν.
Από την άλλη πλευρά, σε δηλώσεις του στο Euro2day.gr ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος της Chipita, η οποία έχει παραγωγική παρουσία στη Ρωσία, δήλωσε ότι η εταιρεία του δεν έχει δει πτώση στις πωλήσεις της, αντιθέτως αυτές έχουν καταγράψει μεγάλη αύξηση σε σχέση με πέρυσι. Ο ίδιος ωστόσο έσπευσε να συμπληρώσει ότι η Chipita είναι πολύ μικρή σε σχέση με άλλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη αγορά.
Εκτός από την Coca Cola HBC, τη Frigoglass και την Chipita, παραγωγική παρουσία στη Ρωσία έχει και ο όμιλος Πλαστικά Κρήτης, τα κέρδη του οποίου μειώθηκαν πέρυσι σε σχέση με το 2012 λόγω συναλλαγματικών ζημιών ύψους 2,4 εκατ. ευρώ που προήλθαν τόσο από τη Ρωσία, όσο και από την Τουρκία.
Έτσι, για τις ελληνικές επιχειρήσεις που είτε βρίσκονται, είτε εξάγουν στη Ρωσία, η αστάθεια, που μεταφράζεται και σε υποχώρηση του ρωσικού νομίσματος, έχει άμεση επίπτωση στην κατανάλωση και κατ' επέκταση στον τζίρο και στην αξία της επένδυσής τους.
Στους γεωπολιτικούς κινδύνους αναφέρθηκε χθες και ο επικεφαλής της Eυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, τονίζοντας ότι τα προβλήματα στην Ουκρανία θα έχουν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην ευρωζώνη σε σύγκριση με άλλες περιοχές. Σχολίασε ότι δεν είναι εύκολο να αποτιμηθούν οι συνολικές επιπτώσεις από τις δυτικές κυρώσεις και τα ρωσικά αντίποινα. Τόνισε μάλιστα ότι το γεωπολιτικό ρίσκο είναι ένας από τους λόγους που η ΕΚΤ διαβλέπει κινδύνους στην οικονομία.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, πάντως με χθεσινές του δηλώσεις εμφανίσθηκε καθησυχαστικός. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «οι αποφάσεις που έχει λάβει η Ρωσία, ο πρόεδρος Πούτιν, είναι αποφάσεις που αφορούν όλο τον δυτικό κόσμο, την Ε.Ε., τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία. Εμείς έχουμε συνεχείς επαφές ώστε να έχουμε τις μικρότερες επιπτώσεις, ει δυνατόν καμία πρακτική επίπτωση. Δεν θέλω να πω τώρα ποια είναι -αν θέλετε- η διαδικασία, στην οποία βρισκόμαστε».
Τα αγροτικά προϊόντα
Αντίθετη είναι η εικόνα που παρουσιάζεται από τους Έλληνες εξαγωγείς και δη τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, οι οποίοι πλήττονται από τα μέτρα που ανακοίνωσε χθες ο Ρώσος πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, σύμφωνα με τους ίδιους, αυτήν τη στιγμή 600.000 τόνοι οπωροκηπευτικών μένουν στον αέρα και αυτό γιατί ο αποκλεισμός από τη Ρωσία θα δημιουργήσει υπερπροσφορά και φυσικά πίεση στις τιμές. Μόνο στην Ημαθία υπάρχουν 9.000 τόνοι ροδάκινων στα ψυγεία των μεγάλων συνεταιριστικών ομάδων, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν προορισμό τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τον Ειδικό Σύμβουλο της Incofruit Hellas Γιώργο Πολυχρονάκη, η Ελλάδα εξήγε συνολικά περί το 1,3 εκατ. τόνους οπωροκηπευτικά ετησίως την τελευταία διετία (170.000 τόνοι κατευθύνθηκαν στη Ρωσία), ενώ από τις αρχές του έτους έχει εξαγάγει 700.000 τόνους.
Με βάση τους ρυθμούς που καταγράφονταν από τις αρχές της χρονιάς, όπως εξηγεί ο ίδιος στο Euro2day.gr, ο όγκος των προς εξαγωγή οπωροκηπευτικών μέχρι το τέλος του έτους θα κινηθεί χαμηλότερα λόγω της κρίσης. Ακόμη και έτσι όμως, το τονάζ που «παραμένει» προς εξαγωγή δεν αποκλείεται να αγγίζει κατά εκτίμηση τους 600.000 τόνους σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη. Πρόκειται για ποσότητες οι οποίες θα πρέπει να βρουν διέξοδο σε άλλες αγορές, στις οποίες θα επιδιώξουν να κατευθύνουν την παραγωγή τους και τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε. που πλήττονται από το ρωσικό εμπάργκο. Αυτή η υπερπροσφορά θα πιέσει σημαντικά τις ελληνικές εξαγωγές και θα επιφέρει σημαντική μείωση στις τιμές, σύμφωνα με τον ίδιο.
Προσπάθειες για... αποζημίωση
Υπό αυτά τα δεδομένα, το μεγάλο ζητούμενο είναι ποιος και πώς θα πληρώσει αυτό το κόστος. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επισημαίνουν ότι αυτοί που πήραν την πολιτική απόφαση (η Ε.Ε.) για μέτρα κατά της Ρωσίας, που προκάλεσαν τα αντίμετρα της Μόσχας, θα πρέπει να πληρώσουν και τον λογαριασμό.
Ήδη ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στούμπ, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, δήλωσε ότι θα ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση κάποιας μορφής αποζημίωση σε περίπτωση που το μπλόκο της Ρωσίας προκαλέσει ζημιά στην οικονομία της χώρας του. Κάτι αντίστοιχο απαιτεί ο εξαγωγικός και παραγωγικός ιστός της χώρας να πράξει και η ελληνική κυβέρνηση. Μέχρι στιγμής, αυτό που έχει γίνει επισήμως γνωστό είναι ότι η ελληνική πλευρά σκοπεύει στο προσεχές συμβούλιο υπουργών Εξωτερικού Εμπορίου να θέσει την ανάγκη στήριξης κλάδων, όπως των νωπών προϊόντων (ροδάκινα, φράουλες, ακτινίδια) αλλά και της γούνας, που ενδεχομένως να πληγούν δυσανάλογα από την κρίση.
Σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη "η Πολιτεία πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της στην αποζημίωση όλων των εμπλεκόμενων. Πρέπει να κοστολογηθεί η ζημιά και να κατατεθεί σχετικό αίτημα στην Ε.Ε. για αποζημίωση όπως έχει πράξει ήδη η Πολωνία και όπως σκοπεύει να κάνει η Φινλανδία".