Η κρίση στις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, που συμπαρασύρει βεβαίως σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις της γειτονικής χώρας με το ΝΑΤΟ, εμμέσως και με την Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνεται ολοένα και βαθύτερη.
Το επεισόδιο με την επιμονή Ερντογάν να αγοράσει ρωσικούς πυραύλους S-400, που αποτελεί «κόκκινο πανί» για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, είναι απλώς «κερασάκι στην τούρτα». Μια τούρτα που περιλαμβάνει σοβαρή διάσταση απόψεων σε θέματα όπως π.χ. η ενεργειακή εκμετάλλευση της ΝΑ Μεσογείου, το μέλλον του Ιράκ και της Συρίας, αλλά και τη μεγάλη διαφορά απόψεων και αντιλήψεων των δύο πλευρών σε σχέση με το Ιράν.
Οι αισιόδοξοι, γνωρίζοντας την παράδοση που έχει η Τουρκία στο σκληρό διπλωματικό «παζάρι» με ανατολίτικες επιρροές, αλλά και τη σταθερή εδώ και δεκαετίες βούληση της Τουρκίας να είναι μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας, εκτιμούν ότι τελικά ο Ερντογάν θα κάνει πίσω στο θέμα των S-400, προκειμένου να αποφύγει την αποξένωση από το ΝΑΤΟ.
Οι απαισιόδοξοι ωστόσο παρατηρούν ότι ο Τούρκος ηγέτης ολοένα και περισσότερο «κόβει τις γέφυρες» μιας αναίμακτης για το κύρος του οπισθοχώρησης, με πρόσφατο παράδειγμα τις δηλώσεις του ότι οι S-400 έχουν αγοραστεί και το deal έχει κλείσει!
Οι τελευταίοι παρατηρούν ότι όπως και να κλείσει η συγκεκριμένη υπόθεση, δύσκολα τα πράγματα θα επιστρέψουν στην κανονικότητα, όσον αφορά στη σχέση της Τουρκίας, όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά και το ΝΑΤΟ. Και μάλλον έχουν δίκιο.
Στην Ελλάδα, δεν ακούγονται πανηγυρισμοί για τη συγκεκριμένη εξέλιξη και ορθώς. Μόνον ανίδεοι και αφελείς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν για παράδειγμα ότι μια έξοδος της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ θα ήταν θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Παρά τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο, είναι αλήθεια ότι μια Τουρκία προσδεδεμένη στα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και της Δύσης είναι πολύ λιγότερο απρόβλεπτη, από μια Τουρκία που έχει αποφασίσει να τραβήξει τον δικό της δρόμο, διαρρηγνύοντας μερικώς ή ολικώς τις σχέσεις της.
Προσώρας, η Ελλάδα αποτελεί για την Τουρκία περισσότερο θέμα επίδειξης ισχύος (και διαπραγματευτικής εκμετάλλευσης σε άλλα θέματα) παρά στρατηγικό στόχο, αφού τα μεγάλα της προβλήματα σχετίζονται με τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή και κυρίως στη Συρία και στο Ιράκ, περιοχές που συνδέονται άμεσα με το κουρδικό ζήτημα.
Με μια εξαίρεση. Την ενεργειακή εκμετάλλευση της ΝΑ Μεσογείου, όπου η Τουρκία, μια χώρα τεράστιας εδαφικής έκτασης και πληθυσμιακής συγκρότησης, αλλά δυστυχώς για εκείνη, περιορισμένων παραλίων και νησιωτικών ζωνών, θα κάνει ό,τι μπορεί για να διεκδικήσει κάποιο «μερίδιο», είτε μας αρέσει, είτε όχι. Κι εκεί θα χρειαστεί πολύ μεγάλη προσοχή τόσο από την Ελλάδα όσο και από την Κύπρο.
Ταυτόχρονα όμως με το παιχνίδι του Ερντογάν στην περιοχή μας, εκτυλίσσεται κι ένα ακόμη μεγαλύτερο, κι ενδεχομένως σοβαρότερο παιχνίδι, σε λίγο μεγαλύτερη απόσταση, το οποίο αν και διαφορετικό, δεν είναι ασύνδετο.
Τα τελευταία γεγονότα, με τις εκρήξεις σε δεξαμενόπλοια στη θαλάσσια περιοχή πλησίον του Ιράν, προκάλεσαν άλμα στις τιμές του πετρελαίου, δίνοντας ένα μικρό δείγμα του τι θα μπορούσε να επακολουθήσει στην περίπτωση που οι σχέσεις των ΗΠΑ με τη μεγάλη αυτή χώρα της Μέσης Ανατολής περάσουν από τις απειλές, στις εχθροπραξίες.
Βεβαίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ότι μια εισβολή στο Ιράν θα κατέληγε σε στρατιωτική αποτυχία. Ωστόσο, ακόμη και πιο περιορισμένες εχθροπραξίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή για τη γενίκευση μιας «υβριδικής» σύρραξης (δηλαδή τόσο με συμβατικά στρατιωτικά, όσο και με ανορθόδοξα μέσα) στην ευρύτερη περιοχή, προξενώντας σοβαρό πλήγμα στην ελληνική αλλά και την παγκόσμια οικονομία.
Η στήλη εκτιμά εδώ και πολύ καιρό ότι η γεωπολιτική έχει επιστρέψει στο προσκήνιο, με τρόπους που θυμίζουν το ταραγμένο παρελθόν κι όχι το «παγκοσμιοποιημένο» ειρηνικό μέλλον, που κάποιοι προ ετών οραματίζονταν. Δυστυχώς, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή ολοένα και περισσότερο, είτε αυτό αφορά στενά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είτε τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Κάτι που πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της η οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση, τόσο σε διπλωματικό όσο και σε καθαρά αμυντικό επίπεδο, ενισχύοντας δομές και διασφαλίζοντας την επάρκεια των απαραίτητων ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Μπορεί η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια να δημιουργεί κλίμα ευφορίας, με την προσδοκία μάλιστα ότι μια αλλαγή κυβέρνησης θα ενισχύσει την αναπτυξιακή τροχιά, πλην όμως οι «αναδυόμενες απειλές» στην περιοχή δεν επιτρέπουν εφησυχασμό.
Αντιθέτως επιβάλλουν εγρήγορση, σύνεση αλλά και συναίνεση, στο μέτρο του δυνατού, σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Υ.Γ. Μένει να δούμε τις αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στις εξελίξεις, με δεδομένη την πρόθεση Αθήνας και Λευκωσίας να ζητήσουν απτά μέτρα κατά της τουρκικής προκλητικότητας.