Οι κάλπες της Κυριακής έβγαλαν καθαρό νικητή τη Νέα Δημοκρατία, με διαφορά ακόμη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη μέσω δημοσκοπήσεων, διαφορά που της δίνει ξεκάθαρο «αέρα νίκης» για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές κι αποτελεί το καλύτερο για εκείνη εκλογικό αποτέλεσμα από το 2009.
Κατόπιν αυτού, η απόφαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να ανακοινώσει την προκήρυξη εθνικών εκλογών (με πιθανότατη, αν όχι βέβαιη, ημερομηνία διεξαγωγής την 30ή Ιουνίου) αποτελούσε τη μόνη υπεύθυνη λύση, ακόμη περισσότερο καθώς και ο ίδιος έδωσε χαρακτήρα «ψήφου εμπιστοσύνης» στις ευρωεκλογές.
Το ερώτημα που προκύπτει πλέον, από τα αποτελέσματα που έβγαλε η κάλπη, δεν είναι τόσο αν η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα στις εθνικές εκλογές (η εμπειρία προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα, ιδίως όταν υπάρχει διαφορά περίπου 9+ μονάδων), όσο αν θα μπορέσει να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία.
Κι αυτό καθώς οι ευρωεκλογές, που όμως διεξήχθησαν σε κλίμα απόλυτης πόλωσης, έδειξαν ότι 6 ίσως και 7 κόμματα έχουν τη δυνατότητα να περάσουν την πόρτα της Βουλής. Κι αν κάτι τέτοιο επαναληφθεί στις εθνικές εκλογές, μειώνοντας το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, ο πήχης της αυτοδυναμίας ανεβαίνει ψηλά.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η Νέα Δημοκρατία έχει λόγους να αναμένει περαιτέρω ενίσχυση ενόψει των βουλευτικών εκλογών και να κυνηγήσει την αυτοδυναμία, καθώς η πρόσφατη άνετη νίκη της δίνει προβάδισμα σε όσους αποζητούν «ουσιαστική ψήφο διακυβέρνησης», ασχέτως αν ψήφισαν μικρό κόμμα στις ευρωεκλογές.
Αυτό είναι από σήμερα και το κυρίαρχο σενάριο για τις αγορές, εκτιμώντας ότι μια νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ θα ακολουθήσει πολιτική πιο φιλική προς τις επενδύσεις και τις επιχειρήσεις και θα επιδιώξει τον περαιτέρω εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι προφανώς ηττήθηκε εισπράττοντας ηχηρή ψήφο διαμαρτυρίας, για τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στο μεγαλύτερο διάστημα της διακυβέρνησής του, ενώ ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα είδε τα ποσοστά του να κατακρημνίζονται λόγω του θέματος της Βόρειας Μακεδονίας, έδειξε ότι υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, παραμένει ένας από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος.
Το ποσοστό του είναι λίγες μονάδες χαμηλότερο σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014 και τις εθνικές του 2012, παρότι έκτοτε έχουν αποχωρήσει «συνιστώσες» του, σχηματίζοντας άλλα κόμματα όπως η ΛΑΕ, η Πλεύση Ελευθερίας, αλλά και το ΜεΡΑ25 του Γιάννη Βαρουφάκη.
Κυρίως το ποσοστό του τελευταίου, μάλιστα, που το βράδυ της Κυριακής κινείτο στο 3%, φαίνεται να αποτέλεσε δυσάρεστη έκπληξη για το επιτελείο της Κουμουνδούρου, που ουδόλως το είχε υπολογίσει, μεγεθύνοντας τη διαφορά με τη Νέα Δημοκρατία.
Εντούτοις, η ακόμη μεγαλύτερη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στο «αυτοδιοικητικό» κομμάτι (δήμοι-περιφέρειες) της εκλογικής διαδικασίας φανερώνει και την αχίλλειο πτέρνα του. Στην πράξη, πρόκειται για ένα κόμμα που παρότι έχει την ικανότητα να πάρει το ¼ ή και το 1/3 των ψήφων, παρά την τετραετή κυβερνητική θητεία του, εξακολουθεί να μην έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας «ψηφίζει Τσίπρα, όχι ΣΥΡΙΖΑ».
Κι απ' ό,τι φάνηκε χθες τουλάχιστον, η δυνατότητά του να διεισδύσει σε ό,τι έχει μένει από τη βάση (και την οργάνωση) του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ είναι περιορισμένη. Το ΚΙΝΑΛ κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του και στο κεντρικό πολιτικό πεδίο και στις αυτοδιοικητικές διαδικασίες, και αναδείχθηκε καθαρά τρίτο κόμμα, θέτοντας υποψηφιότητα για ρόλο «ρυθμιστή των εξελίξεων, αν η Νέα Δημοκρατία δεν πάρει αυτοδυναμία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η υπερκάλυψη της διαφοράς που μόλις καταγράφηκε, φαντάζει ακατόρθωτη, ενώ η τυχόν βελτίωση των επιδόσεων θα εξαρτηθεί από τη συμπεριφορά ψηφοφόρων που ίσως βρήκαν εκτόνωση στις ευρωεκλογές για να «τιμωρήσουν» το κυβερνών κόμμα, αλλά στο βάθος δεν επιθυμούν μια νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Χωρίς όμως να αποκλείεται και σαφής επιδείνωση της απόδοσης στην εθνική κάλπη, εξαιτίας της έκτασης που είχε η ήττα στην πρόσφατη εκλογική διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, για τους λόγους που αναφέραμε και παραπάνω, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στο προσκήνιο θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα της ηγεσίας του να πραγματοποιήσει μια ακόμη «μετάλλαξη», εμπλουτίζοντας το, κατά γενική ομολογία, περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό του και στήνοντας ένα κόμμα με οργανωμένους μηχανισμούς ανά την Ελλάδα. Κάτι που στα 4 χρόνια της διακυβέρνησής του δεν κατάφερε να κάνει σε επαρκή βαθμό.
Τέλος, ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί γενικώς, παρά τη μεγάλη μείωση των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής, είναι το υψηλό ποσοστό που συνολικά συγκεντρώνουν κόμματα ακροδεξιάς/υπέρ «πατριωτικής» απόχρωσης.
Η Ελληνική Λύση του κ. Βελόπουλου συγκέντρωσε 4% πανελλαδικά, ενώ μικρότερα ποσοστά που όμως αθροίζονται σε ένα 3-3,5% φαίνεται να συγκεντρώνουν και άλλα μικρότερα κόμματα, που κινούνται δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας.