Η ολοένα κλιμακούμενη ένταση στις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας, βασικές πτυχές της οποίας συμπαρασύρουν και την Ευρώπη, είναι πλέον ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Αν δεν έφταναν οι αιχμηρές δηλώσεις των εκατέρωθεν πρωταγωνιστών, η κατάθεση «καυτού» νομοσχεδίου στο Κογκρέσο, που προωθεί την αναβάθμιση των σχέσεων με Ελλάδα και Κύπρο, εις βάρος των τουρκικών διεκδικήσεων, μόλις προ ολίγων ημερών, αλλά και η ακόμη πιο «φρέσκια» ταξιδιωτική οδηγία του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, αποτελούν πολύ «απτά» παραδείγματα.
Για πρώτη ίσως φορά, η Ελλάδα μπορεί αξιόπιστα να διεκδικήσει την αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή, έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ (που εν πολλοίς, ας μην το ξεχνάμε, υποκαθιστά τον ανύπαρκτο αμυντικό βραχίονα της Ευρώπης), εις βάρος των διεκδικήσεων και της επιθετικής συμπεριφοράς της γείτονος.
Παρότι δε, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η κατάσταση δεν οφείλεται σε ελληνικές ενέργειες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξομάλυνση των σχέσεων με τη νυν Βόρεια Μακεδονία έχει παίξει σημαντικό ρόλο, σε ένα κρίσιμο μέρος του «παζλ».
Διότι εάν η Τουρκία παύει σταδιακά να αποτελεί αξιόπιστο εταίρο της «Δύσης» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, τότε τα «σύνορα» της Συμμαχίας μετατοπίζονται, αν όχι «τυπικά», σίγουρα ουσιαστικά, στη Βαλκανική, με στρατηγικό επίκεντρο, σε ό,τι αφορά όχι μόνο τη Βαλκανική αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και μέρους της Αφρικής, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κατά συνέπεια, η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, και η εξομάλυνση των εντάσεων με την Ελλάδα (τις οποίες εκμεταλλεύτηκε η Τουρκία προκειμένου να καλλιεργήσει ιδιαίτερες σχέσεις με τη FYROM), όχι απλώς αφαιρεί ένα «κενό» στη δημιουργία συμπαγούς φιλοευρωπαϊκής και νατοϊκής ζώνης στα Βαλκάνια, έναντι της προώθησης ρωσικών συμφερόντων, αλλά υποβοηθά και την απομόνωση της Τουρκίας. Η οποία, είτε μας αρέσει είτε όχι, πάντα προσπαθεί να ασκεί άμεση και έμμεση επιρροή στην περιοχή, ιδίως στο λεγόμενο «μουσουλμανικό τόξο», από τη Βουλγαρία ως τη Βοσνία.
Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι η Τουρκία σταματά να «ενδιαφέρει» το ΝΑΤΟ, την Ευρώπη και βεβαίως τις ΗΠΑ. Το ίδιο το μέγεθος της γείτονος, από πλευράς γεωγραφικής έκτασης, γεωπολιτικής σημασίας, πληθυσμιακής και στρατιωτικής ισχύος, καθιστά κάτι τέτοιο σχεδόν αδύνατο. Η Τουρκία παραμένει μια σημαντική περιφερειακή δύναμη που ουδείς εκ των παραπάνω θα ήθελε να έχει ξεκάθαρα απέναντί του.
Ουδείς θα ήθελε για παράδειγμα την έξοδο της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. Εντούτοις, αυτό το ενδεχόμενο, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, έχει πάψει να θεωρείται «αδιανόητο», όπως φάνηκε κι από τις πρωτοφανείς δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών. Για τον λόγο αυτόν, η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμάζεται με πολλούς τρόπους για τις θετικές αλλά και τις ενδεχομένως σφόδρα αρνητικές συνέπειες, που θα είχε κάτι τέτοιο.
Οι αιτίες που δημιούργησαν την αυξανόμενη ένταση μεταξύ Δύσης και Τουρκίας, ούτε πρόσκαιρες είναι ούτε εύκολα θεραπεύονται. Είτε πρόκειται για τον σχεδόν μοιραία επερχόμενο διαμελισμό της Συρίας και του Ιράκ (χωρίς τον οποίο είναι μάλλον βέβαιο ότι δεν πρόκειται να υπάρξει «βιώσιμη λύση» στην περιοχή), με ό,τι σημαίνει αυτό για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους, είτε για τον ολοένα σφικτότερο εναγκαλισμό της Τουρκίας με δυνάμεις που αντιτίθενται στα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια κατάσταση αδιανόητη πριν από μερικές δεκαετίες, όταν η διεθνής πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική, η οποία δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις κι ακόμη πιο σημαντικές ευκαιρίες.
Παρά την πολυετή οικονομική κρίση, που κυριολεκτικά ακρωτηρίασε την ελληνική οικονομική διείσδυση τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην ίδια την Τουρκία, φαίνεται ότι αυτή η δραστική μεταβολή γεωπολιτικών συνθηκών και ισορροπιών μάς προσφέρει μια «δεύτερη ευκαιρία». Αυτή τη φορά μάλιστα, αφορά και στον εξαιρετικά κρίσιμο ενεργειακό τομέα, όπως προκύπτει από τα θέματα εκμετάλλευσης και διοχέτευσης των κατά τα φαινόμενα πολύ μεγάλων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στην περιοχή.
Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρουμε να την εκμεταλλευτούμε, με τον ειρηνικό τρόπο που πάντα διέκρινε τη χώρα μας, προωθώντας τα άμεσα αλλά και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της, χωρίς να υποτιμούμε και τους κινδύνους που ενδέχεται να ανακύψουν.