Ουδείς αμφιβάλλει ότι στη χώρα μας είναι πλέον παράδοση, οι πολιτικοί άλλα να λένε προεκλογικά, άλλα να υπόσχονται κι άλλα να κάνουν όταν έρχεται η ώρα τα λόγια να γίνουν πράξεις. Ωστόσο, έως πρότινος, τουλάχιστον στα εθνικά θέματα, υπήρχε ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής, μια στοιχειώδης έστω συνεννόηση.
Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συνέβη στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών, όπου αντιθέτως παρατηρήθηκε το οξύμωρο να την ψηφίζουν πολιτικά πρόσωπα που εμφανίζονταν επί χρόνια να μην πιστεύουν σε τέτοιου είδους συναινετικές «ευρωπαϊκές» λύσεις, αλλά να μην την ψηφίζουν πρόσωπα τα οποία υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της!
Με άλλα λόγια, στην προκειμένη περίπτωση, είτε το προσωπικό είτε το κομματικό συμφέρον ορισμένων -δυστυχώς, όχι λίγων- βουλευτών υπερίσχυσε όχι απλά του εθνικού συμφέροντος αλλά και των διατυπωμένων παλαιότερα απόψεών τους, καθιστώντας τους βεβαίως έκθετους απέναντι σε όποιο σοβαρό πολίτη παρακολουθεί τα τεκταινόμενα.
Στην ίδια κατηγορία, δεν μπορούν επίσης παρά να περιληφθούν και βαριά πολιτικά ονόματα πρώην ηγετών και πρωθυπουργών, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης αλλά και ο Κώστας Καραμανλής, οι οποίοι πρακτικά απέφυγαν να πάρουν ξεκάθαρη θέση και να ρίξουν το πολιτικό τους βάρος στην κατεύθυνση που θεωρούσαν ορθή.
Ο μεν πρώτος απέφυγε να πει καθαρά και ξάστερα τη θέση του, περιοριζόμενος να δηλώσει ότι τον εκφράζει η θέση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Ο δεύτερος τήρησε «αιδήμονα σιγή» γενικώς, ενώ ο τρίτος, παρότι βουλευτής, απέφυγε να πάρει τον λόγο στη συζήτηση στη Βουλή, περιοριζόμενος σε μια «χλωμή» δήλωση, την οποία καθένας μπορούσε να ερμηνεύσει όπως τον… βολεύει.
Εξαιρετικά λυπηρό φαινόμενο της πολιτικής μας πορείας από το κακό στο χειρότερο, που τώρα πια εξελίσσεται, δυστυχώς, «χέρι χέρι» με τα πολιτικά συστήματα άλλων χωρών, πολύ πιο οργανωμένων και ανεπτυγμένων, όπως υπογραμμίσαμε στο αμέσως προηγούμενο σημείωμα .
Το μόνο ίσως πολιτικά αξιοπρόσεκτο της όλης υπόθεσης είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να πάει ως το τέρμα της μια υπόθεση με αναμφίβολα μεγάλο πολιτικό κόστος, κάτι που σπανιότατα έχει συμβεί στη χώρα μας, με εξαίρεση τις υπογραφές των μνημονίων (που όμως ήταν θέμα απολύτως υπαρξιακό για τη συνέχεια λειτουργίας της χώρας).
Επρόκειτο για ένα «στοίχημα» υψηλού κινδύνου, το οποίο του «βγήκε», παρά τις παράπλευρες απώλειες, αφού η συμφωνία υπογράφηκε και η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει τη δεδηλωμένη, χωρίς την επίσημη στήριξη των ΑΝΕΛ.
Προσώρας, ωστόσο, τα «κέρδη» που αποκομίζει, τουλάχιστον στο εσωτερικό, είναι αμφιλεγόμενα.
Στο εξωτερικό, η κατάσταση είναι πολύ πιο ξεκάθαρη. Η συμφωνία των Πρεσπών αποδεικνύεται επιστέγασμα της αποδοχής του ως «ηγέτη» από τα διεθνή κέντρα ισχύος, κάτι που απεικονίζουν και τα λιγότερο ή περισσότερο διθυραμβικά δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, από τους Financial Times που συζητούν την πιθανή απονομή ενός Νόμπελ, ως την Die Welt που σημειώνει ότι μόνον αυτός «αντιστέκεται στο κενό ηγεσίας της Δύσης», προσδίδοντάς του «σπάνιες ηγετικές αρετές»!
Στο εσωτερικό, όμως, πολλά θα κριθούν από την «αναδιάταξη του κεντρώου χώρου, μετά τη διάλυση του Ποταμιού και την περίπου διάλυση του ΚΙΝΑΛ, αλλά και από τη σταθερότητα που θα επιδείξει η εύπλαστη πλέον κυβερνητική πλειοψηφία, ιδίως στην περίπτωση που θα πρέπει να ψηφιστούν «δύσκολα» νομοσχέδια.
Στο τέλος, όμως, το μείζον θέμα για τους δύο μεγάλους του σημερινού πολιτικού συστήματος είναι σε ποιο βαθμό η στάση τους απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών θα παίξει ρόλο στις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Ας μη γελιόμαστε, οι διαφορές ανάμεσα στο πολιτικό υπεροικοδόμημα και στην εκλογική βάση είναι μεγάλες και διαπερνούν αμφότερα τα κόμματα.
Πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στην επαρχία, ήταν εναντίον της συμφωνίας, ενώ πολλοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως οι κεντρώοι, ευρωπαϊστές και φιλελεύθεροι ήταν και παραμένουν υπέρ της.
Ίσως το πιο σημαντικό όμως αυτής της υπόθεσης σε πολιτικό επίπεδο είναι τα «απόνερα» που δημιούργησε η σκληρή αντιπαράθεση, ο φανατισμός μεγάλης μερίδας του κόσμου, αλλά και η γελοία εικόνα πολιτικών που τα «μασάνε» ή αλλάζουν στάση με εξόφθαλμα γελοίο τρόπο, υπέρ των πραγματικά ακραίων του πολιτικού φάσματος.
Μια εικόνα που μάλλον μόνο μερικώς θα αποτυπωθεί στα επόμενα εκλογικά αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής.