Όσοι παρατηρούν προσεκτικά τις κινήσεις του προέδρου Τραμπ, έχουν αντιληφθεί ότι βασικός (αλλά όχι μόνος) στόχος της πολιτικής σταδιακού «ξηλώματος» της παγκοσμιοποίησης, την οποία ακολουθεί, είναι η Κίνα, παρά την προσωρινή ανακωχή που συμφωνήθηκε χθες.
Όσοι πάλι παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην Ευρώπη αλλά και στη Μέση Ανατολή, αντιλαμβάνονται πως οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία αρχίζουν να θυμίζουν παλαιότερες ψυχροπολεμικές εποχές, καθώς το καθεστώς Πούτιν προσπαθεί με κάθε τρόπο να επαναφέρει τη χώρα του στο status της «υπερδύναμης», με βλέψεις όχι μόνο στον ηπειρωτικό χώρο των συνόρων της αλλά και σε γεωγραφικά σημεία με μεγάλο ειδικό βάρος στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή.
Εντούτοις, για πολλούς είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι μετά από δεκαετίες στις οποίες οι ΗΠΑ ήταν η μόνη υπερδύναμη και η παγκοσμιοποίηση διαρκώς ενισχυόταν, βαδίζουμε τώρα ολοταχώς προς το παρελθόν!
Προς έναν κόσμο «πολυπολικό», όπου μεγάλες δυνάμεις βλέπουν τα συμφέροντά τους να συγκρούονται, ενώ νέοι παίκτες, ορισμένοι με πυρηνικές δυνατότητες (όπως η Β. Κορέα και πιθανώς το Ιράν), αναδύονται και προσβλέπουν να ενισχύσουν την επιρροή τους σε περιφερειακό επίπεδο.
Ελάχιστοι επίσης έχουν προσέξει ότι στη διάρκεια της σύρραξης στη Συρία, υπήρξαν σε αρκετές περιπτώσεις, περίπου 12 φορές συνολικά, «εμπλοκές» μεταξύ αμερικανικών και ρωσικών δυνάμεων, σε ορισμένες εκ των οποίων υπήρξε και ανταλλαγή πυρών ανάμεσά τους, με αποκορύφωμα μια εμπλοκή μεταξύ αμερικανικών ειδικών δυνάμεων και Ρώσων «μισθοφόρων» που υποστήριζαν συριακή δύναμη, προσκείμενη στον πρόεδρο Άσαντ, στις 7 Φεβρουαρίου.
Πολύ περισσότερο γνωστή είναι η πρόσφατη όξυνση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, στην καρδιά της Ανατολικής Ευρώπης, οι ευρύτερες επιπτώσεις της οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθούν ακόμη με ακρίβεια.
Εντούτοις, ο «υπ' αριθμόν ένα» ανταγωνιστής των ΗΠΑ δεν είναι πλέον τόσο η Ρωσία αλλά η αναδυόμενη υπερδύναμη της Κίνας, που σε πολλά σημεία απειλεί να υπερκεράσει και τεχνολογικά την αμερικανική παντοδυναμία, στον αμυντικό τομέα.
Χαρακτηριστικό του νέου κλίματος που επικρατεί είναι το περιεχόμενο βαρυσήμαντης επίσημης έκθεσης που παραδόθηκε προ ημερών στο αμερικανικό Κογκρέσο, από τη δικομματική «Επιτροπή Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας» που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του νομοθετικού σώματος, ακριβώς για να αξιολογήσει τις αμυντικές δυνατότητες των ΗΠΑ, στο παρόν και το άμεσο μέλλον.
Σύμφωνα με το 116 σελίδων κείμενο της έκθεσης, οι HΠΑ είναι πιθανό ότι θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με «αποφασιστική στρατιωτική ήττα», εάν εμπλακούν σε πόλεμο με τη Ρωσία στη Βόρεια Ευρώπη ή με την Κίνα στην περιοχή της Ταϊβάν!
Οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν λόγο για σημαντική άμβλυνση της στρατιωτικής υπεροπλίας που απολάμβαναν οι ΗΠΑ στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έναντι τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ενόσω οι Αμερικανοί ασχολούνταν με την αντιμετώπιση «ασύμμετρων απειλών», στο πλαίσιο του πολυετούς «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ο οποίος βεβαίως συνεχίζεται 17 χρόνια αργότερα, οι δύο ανταγωνιστικές δυνάμεις κατέβαλαν σοβαρές προσπάθειες να συγκεντρώσουν τα κατάλληλα μέσα και τις τεχνολογίες, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια συμβατική σύρραξη με τις ΗΠΑ, χωρίς ταυτόχρονα να παραγνωρίζουν και τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού τους οπλοστασίου, όπως και τα μέσα «κυβερνοπολέμου» και διαστημικών επιχειρήσεων, τομείς στους οποίους σήμερα ενδέχεται και να υπερτερούν σε ορισμένα σημεία!
Το συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι τα τελευταία χρόνια και στο πλαίσιο των μειώσεων στις κρατικές δαπάνες, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το συνεχώς διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, η αμυντική ικανότητα της υπερδύναμης μειώθηκε «δραματικά», σε σημείο που να προκύπτει «πρωτοφανής εδώ και δεκαετίες απειλή για τα ζωτικά της συμφέροντα και την ασφάλειά της».
Ουδείς μπορεί να αποκλείσει μια δόση υπερβολής στη συγκεκριμένη έκθεση, κάτι που είχε συμβεί άλλωστε και στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση. Σε κάθε περίπτωση όμως, το περιεχόμενό της είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται η διεθνής συγκυρία από τις ΗΠΑ, σε σχέση με την προάσπιση των διεθνών συμφερόντων της και τη διακινδύνευση της κάποτε απολύτως κυρίαρχης θέσης της στον αμυντικό τομέα.
Προφανώς, ο συνδυασμός της απαγκίστρωσης των ΗΠΑ, από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης (την οποία οι ίδιες ως πρότινος προωθούσαν), με την παραπάνω θεώρηση επί θεμάτων εθνικής ασφαλείας (και όχι απλά οικονομίας) θα έχει ευρύτατες διεθνείς επιδράσεις, αλλάζοντας ενδεχομένως, πολλά από τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών, τόσο σε επίπεδο διεθνούς οικονομίας όσο και γεωπολιτικής.
Ήδη τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία κατηγορούνται ενίοτε και ανοικτά για βιομηχανική κατασκοπεία σε κρίσιμους τομείς, που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με θέματα άμυνας, αλλά και για αξιοποίηση των συστημάτων «κρατικού καπιταλισμού» που διαθέτουν, προκειμένου να διασφαλίσουν αφενός πρόσβαση σε τεχνολογίες κι αφετέρου, διόδους προσπέλασης (άξονες διεθνών μεταφορών, λιμάνια κ.λπ.) που έχουν έμμεσα αλλά σαφή γεωπολιτικά πλεονεκτήματα για το κράτος στο οποίο λειτουργούν.
Ομοίως, ειδικά η Κίνα κατηγορείται ότι ακόμη και σε περιπτώσεις ξένων επενδύσεων στο έδαφός της (προκειμένου να καλυφθεί η πρωτόγνωρη σε μέγεθος τοπική αγορά) καταφέρνει να εξασφαλίζει είτε μέσω της συμμετοχής εγχώριων «συνεταίρων», είτε μέσω άλλων συμβατικών εργαλείων, ευχέρεια πρόσβασης σε τεχνολογία και τεχνογνωσία, που σε άλλη περίπτωση θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να αποκτήσει.
Αυτό που εύλογα προκύπτει -και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και από τη χώρα μας- είναι ότι το «μακάριο» καθεστώς, στο οποίο κάθε ξένος επενδυτής ήταν ευπρόσδεκτος, σχεδόν από κάθε ανεπτυγμένη χώρα, ιδίως στην Ευρώπη, μάλλον δεν πρόκειται να συνεχιστεί για πολύ. Η αρχή έχει γίνει εδώ και καιρό, λιγότερο ή περισσότερο «κομψά» στα ενεργειακά θέματα. Όπου η Ρωσία έχει πολλάκις κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης την προμήθεια φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και τους αγωγούς ως «λεωφόρους» αύξησης της επιρροής της.
Η συνέχεια είναι προφανές ότι θα αφορά την Κίνα, καθώς η τελευταία κάνει ολοένα και περισσότερο αισθητή την παρουσία της, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στη Μέση Ανατολή, ακόμη και στην εν πολλοίς «παραγκωνισμένη» ακόμη αναπτυξιακά Αφρική.
Όλα δείχνουν ότι καθώς οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι κύριος ωφελημένος της παγκοσμιοποίησης ήταν η Κίνα, εδραιώνοντας οικονομικά και γεωπολιτικά τη θέση της, ενώ η Ευρώπη νιώθει ολοένα και περισσότερο «βαριά» τη σκιά της Ρωσίας, οδηγούμαστε σταδιακά προς ένα νέο «Ψυχρό Πόλεμο». Η διαφορά του οποίου με τον προηγούμενο θα είναι ότι δεν αφορά πλέον δύο αλλά περισσότερα κέντρα ανταγωνισμού, αυξάνοντας έτσι την πολυπλοκότητα των συσχετισμών, πριν ακόμη ληφθεί υπόψη και η ανάδυση νέων κέντρων ισχύος στις περιφέρειες του πλανήτη, αλλά και οι νέες διαστάσεις του «κυβερνοπολέμου», των «ασύμμετρων κτυπημάτων» που έχουν κάνει την εμφάνισή τους ανάμεσα στις παλαιόθεν ξεκάθαρες καταστάσεις «ειρήνης» και «πολέμου».
Όσα περιγράφονται παραπάνω, έχουν ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, παρότι ως ένα βαθμό περνούν απαρατήρητα εξαιτίας της εσωστρέφειας που έχει δημιουργήσει η κρίση. Δεν είναι μόνο η γεωγραφική θέση της χώρας, ανάμεσα σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Μέση Ανατολή, που ανέκαθεν την έθετε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Είναι και το γεγονός ότι μια σειρά από κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλάζουν χέρια, σε ορισμένες περιπτώσεις με αποκλειστικούς ενδιαφερόμενους, ξένες εταιρίες.
Πριν από λίγα χρόνια, κάποιος θα μπορούσε ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξει ότι αυτό που έχει σημασία είναι το «ποιος θα δώσει περισσότερα». Ωστόσο, σε κάποιους τομείς τουλάχιστον, αυτό το κριτήριο δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει αποκλειστικά. Η οικονομία διεθνώς φαίνεται για μια ακόμη φορά έτοιμη να υποταχθεί στις επιταγές της γεωπολιτικής. Το πόσο σύντομα και πόσο δυνατά θα εκδηλωθεί πλέον ανοιχτά αυτή η τάση, μέλλει να αποσαφηνιστεί στη πορεία.
Αναμφίβολα όμως η επίδραση θα είναι μεγάλη, ιδίως για όσους ασπάστηκαν τις επιταγές της διεθνοποίησης και πρέπει τώρα να λάβουν σοβαρά υπόψη τους, στον σχεδιασμό για τα επόμενα χρόνια, τις αλλαγές που φαίνεται να επέρχονται, αργά αλλά σταθερά.