Παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στο πτωχευτικό δίκαιο και γενικότερα στο θεσμικό πλαίσιο για τις περιπτώσεις κατάρρευσης επιχειρήσεων, είναι προφανές, από διάφορες περιπτώσεις που βλέπουν συχνά πυκνά το φως της δημοσιότητας, ότι πολλά μένει ακόμη να γίνουν, προκειμένου να προκύψει ουσιώδες αποτέλεσμα.
Ασφαλώς, ένα από τα ζητούμενα ήταν και παραμένει να μην αποτελεί μια πτώχευση/κατάρρευση γεγονός με ανεπίστρεπτα αποτελέσματα για το μέλλον ενός επιχειρηματία. Η επιχειρηματικότητα ενέχει ρίσκα, τα οποία πολλές φορές δεν σχετίζονται τόσο με την ικανότητα ή την εντιμότητα των προσώπων που την ασκούν, αλλά με δυσμενείς συγκυρίες. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις που μια επιχείρηση καταρρέει, εξαιτίας της κατάρρευσης κάποιων μεγάλων πελατών της, χωρίς να έχει οποιαδήποτε ουσιώδη υπαιτιότητα.
Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης γνωστό ότι σε πολλές περιπτώσεις, οι πτωχεύσεις διεξάγονται από ικανά νομικά γραφεία, τα οποία εκμεταλλεύονται διάφορες «τρύπες» και «παράθυρα» στο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να προστατεύσουν τον, ενίοτε « κομπιναδόρο», πελάτη τους, με τρόπους που σίγουρα δεν έχουν καμία σχέση με το… πνεύμα του νομοθέτη.
Εξαίρεση σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, οι οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς (άλλο ένα ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της ελληνικής πραγματικότητας), σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν πραγματικά δρακόντειες διατάξεις (εις βάρος του επιχειρηματία), αποδεικνύοντας ότι και σε αυτή τη περίπτωση, το «κράτος» έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Το θέμα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο επίκαιρο απ' ό,τι είναι σήμερα, καθώς ο τραπεζικός τομέας βρίθει κόκκινων δανείων. Παρότι έχουν επιστρατευτεί ολόκληρες λεγεώνες νομικών, το παράδοξο είναι πως ακόμη και σε καραμπινάτες περιπτώσεις, σημαντικού οικονομικού αντικειμένου, οι τράπεζες εμφανίζονται να είναι σε ρόλο «συζύγου» που μαθαίνει… τελευταίος ότι εξαπατήθηκε.
Φταίει ο μεγάλος όγκος τέτοιου είδους εργασιών; Φταίει η αλλαγή αντικειμένου από τη χορήγηση δανείων, στην προσπάθεια είσπραξης «κόκκινων» απαιτήσεων; Φταίει η γραφειοκρατική νοοτροπία και ο απρόσωπος χειρισμός, ελλείψει «άμεσου ιδιοκτήτη»; Φταίνε οι «σχέσεις»;
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου του όγκου αυτών των υποθέσεων, μικρών, μεσαίων και μεγάλων, είναι σαφές ότι προκύπτει πρόβλημα, δίδοντας μια ακόμη διάσταση «ηθικού κινδύνου» έναντι των… καλοπληρωτών.
Θα μπορέσει η συγκρότηση αυτής της ιδιόμορφης Bad Bank που προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος και φαίνεται ότι αποδέχονται οι τράπεζες, να προσφέρει λύση στο πρόβλημα; Πολύ αμφιβάλλουμε, παρά τις προσπάθειες που σίγουρα θα καταβάλει ο «χειριστής» του χαρτοφυλακίου, αν δεν αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και ο τρόπος λειτουργίας της Δικαιοσύνης, σε τέτοιου είδους υποθέσεις.
Το θέμα της ταχύτητας, πρέπει να σημειωθεί, είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Όχι μόνο στην περίπτωση διασώσεων εταιριών, όπου η σχετική προσπάθεια μπορεί να πάρει μήνες και μήνες (στο διάστημα των οποίων η προς διάσωση επιχείρηση τρώει τις σάρκες της), αλλά και στην περίπτωση κακόβουλων ενεργειών που συνιστούν συχνά «καταδολίευση πιστωτών».
Είναι χαρακτηριστικό ίσως του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η Δικαιοσύνη, σε τέτοιου είδους θέματα, το γεγονός ότι η Folli Follie κατάφερε προ μηνών να εκδώσει προσωρινή διαταγή προστασίας, κάνοντας αίτηση με τη σύμφωνη γνώμη δύο «πιστωτών» που ήταν… συνδεδεμένες εταιρίες, εν αγνοία ΟΛΩΝ των υπόλοιπων πιστωτών!
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί στο άρθρο 99 εδώ και χρόνια, πλην όμως συνεχίζουν να λειτουργούν με άλλη εταιρική μορφή, το ίδιο brand (!) κι εν πολλοίς, τους ίδιους ιδιοκτήτες!
ΥΓ: Για αρκετούς τραπεζίτες, η λύση για το μέλλον είναι η κατ' αυτούς απλούστερη: Η παροχή δανείων, μόνο έναντι προσωπικών ή εταιρικών εγγυήσεων, που να υπερκαλύπτουν το δάνειο. Προφανώς στην αποδοχή αυτής της άποψης έχει συμβάλει και ο οργασμός δικαστικών διώξεων σε περιπτώσεις που δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Εντούτοις, το ρίσκο πρέπει να αφορά και τα τραπεζικά ιδρύματα, μέσω διαδικασιών credit scoring που ακόμη φαίνεται να βρίσκονται σε εμβρυακή μορφή στη χώρα μας, εξαιτίας και της παραδοσιακής φοροδιαφυγής. Ειδάλλως, λίγο-πολύ θα μείνουμε στη σημερινή κατάσταση, όπου σε μεγάλο βαθμό οι τράπεζες θα ήθελαν να δανείσουν αυτούς που δεν θέλουν δάνειο, αλλά δεν δανείζουν εκείνους που θα ήθελαν!