Λίγο-πολύ, όλοι γνωρίζουμε την πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα γύρω από τον χώρο της Ανώτατης Παιδείας στη χώρα μας. Παρά την κρίση, οι περισσότερες οικογένειες που έχουν την οικονομική δυνατότητα, είτε επιλέγουν «να στείλουν έξω το παιδί για να σπουδάσει», είτε, ακόμη κι αν το πρώτο πτυχίο το αποκτήσει σε εγχώριο ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου, να φύγει έξω για να αποκτήσει το περίφημο «μεταπτυχιακό».
Πρόκειται για κατάσταση που είχε παγιωθεί πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η κρίση και διατηρήθηκε ουσιαστικά αναλλοίωτη. Με μόνη εξαίρεση, τον αριθμό εκείνων που μπορούν να σηκώσουν οικονομικά το βάρος των σπουδών στο εξωτερικό, όπου προφανώς υπήρξαν επιπτώσεις.
Ξεκινώντας με το δεδομένο ότι μεγάλος αριθμός ελληνικών οικογενειών είτε αναγκάζονται (λόγω αποτυχίας στις εισαγωγικές εξετάσεις), είτε επιλέγουν (λόγω των διαφόρων παθογενειών που εξακολουθούν, με μεγάλη ευθύνη της πολιτικής, να παρουσιάζουν τα ελληνικά ΑΕΙ, αλλά και έτερων παραγόντων) να αναλάβουν το κόστος των σπουδών στο εξωτερικό, η ατολμία της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο θέμα, σε ό,τι αφορά τη συνταγματική αναθεώρηση που προωθεί, φαντάζει έως και ανεξήγητη.
Πώς είναι δυνατόν, τη στιγμή που είναι πλέον προφανές, ακόμη και στον πλέον οπισθοδρομικό, ότι ζούμε σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο, να επιλέγουμε συνειδητά την εξαγωγή «ανθρώπινου ταλέντου» αλλά και μεγάλων χρηματικών ποσών, κλείνοντας τον δρόμο όχι μόνο στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια (θεσμό που ούτως ή άλλως δεν έχει επιτύχει στον ευρωπαϊκό χώρο), αλλά και στα Μη Κρατικά, Μη Κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια;
Ποια είναι ακριβώς η θεωρητική και κοινωνική θεμελίωση στην απαγόρευση λειτουργίας Μη κρατικών, Μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ; Η σκληρή εναντίωση στη δημιουργούμενη κοινωνική ανισότητα έχει εκμηδενιστεί εκ των πραγμάτων. Όποιος μπορεί και θέλει, έχει -και θα έχει- ανοικτή την πόρτα των σπουδών στο εξωτερικό.
Άλλωστε, στον κοινωνικά εξίσου κρίσιμο χώρο της Υγείας, η ιδιωτική Υγεία είναι καθεστώς εδώ και χρόνια. Επιπλέον η δημιουργία Μη Κρατικών, Μη Κερδοσκοπικών ΑΕΙ, ουδόλως επηρεάζει τη λειτουργία της κρατικής Παιδείας, τουναντίον, μπορεί να παίξει ρόλο στην αναβάθμισή της μέσω της εγχώριας άμιλλας, γιατί όχι και της συνεργασίας.
Από την άλλη πλευρά, τα δυνητικά πλεονεκτήματα είναι πολλά. Περιορισμός της εξαγωγής χρηματοδοτικών πόρων στο εξωτερικό, περιορισμός του brain drain, καθώς πολλά από τα παιδιά που φεύγουν, μετά από 4 ή και περισσότερα χρόνια σπουδών στο εξωτερικό, επιλέγουν να μην επιστρέψουν, αλλά και πρόσθετες δυνατότητες μετατροπής της χώρας μας σε περιφερειακό εκπαιδευτικό «πόλο έλξης» έναντι τρίτων χωρών, με αποτέλεσμα την εισροή κεφαλαίων.
Τέλος, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι τα Μη Κρατικά, Μη Κερδοσκοπικά ΑΕΙ θα έχουν πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, σε θέματα έρευνας και ανάπτυξης, αλλά και στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, κλείνοντας έτσι εν μέρει το σημερινό χάσμα κι ενθαρρύνοντας τον κρατικό τομέα να αναθεωρήσει τις αγκυλώσεις του.
Εν κατακλείδι, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που κατάφεραν να διακριθούν για τον πραγματισμό τους τα τελευταία χρόνια, η άρνηση μιας τέτοιας αλλαγής στο Σύνταγμα συνιστά κάτι αξιοπερίεργο.
Ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες ότι ένας στρατηγικός τους στόχος είναι να παίξουν ρόλο στην «επανεφεύρεση» του θεσμού της σοσιαλδημοκρατίας, (μιας ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας, αν θέλετε) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρόκειται για το μεγάλο λάθος, σε μια διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, την οποία σε γενικές γραμμές επικροτεί -και θα ήθελε να γίνει πράξη το συντομότερο δυνατό- η πλειονότητα των εχέφρονων πολιτών.
ΥΓ: Το γεγονός ότι συνεχίζουμε εδώ και χρόνια να συζητάμε για τα αυτονόητα στον χώρο της Παιδείας αποτελεί μια ακόμη ένδειξη του πόσο λίγο έχει γίνει αντιληπτή η σημασία της εκπαίδευσης στη μακροχρόνια ανάπτυξη, η οποία, ειδικά στα ανεπτυγμένα κράτη, πηγαίνει χέρι χέρι με το μορφωτικό επίπεδο, την εγχώρια τεχνογνωσία και τεχνολογία.
Πρόκειται για έλλειψη που είναι πολύ μεγαλύτερη απ' όσο δείχνει «στα χαρτιά», κυρίως λόγω της (κρατικής) βιομηχανίας παραγωγής πτυχιούχων, που εν συνεχεία όμως είτε απορροφώνται σε εντελώς διαφορετικούς χώρους, είτε αποδεικνύεται ότι παρά το «πτυχίο» διαθέτουν χαμηλό πραγματικό γνωστικό επίπεδο.