Σε μια περίοδο που η χώρα χρειάζεται επενδύσεις ύψους έως και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και σημαντικές συνενώσεις δυνάμεων προκειμένου να αυξηθεί το «μέσο μέγεθος» της ελληνικής επιχείρησης, τα στοιχεία δείχνουν πως, με κάποιες εξαιρέσεις, η εγχώρια αγορά παραμένει σε μεγάλο βαθμό... απαθής.
Οι βασικότερες ενδείξεις περί αυτού προκύπτουν, αφενός, από τα ελάχιστα κεφάλαια που έχουν επαναπατριστεί κατόπιν της μαζικής εξόδου καταθέσεων, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, κι αφετέρου, από τα ελάχιστα deal συνένωσης που έχουν προκύψει ως σήμερα, με πρωτοβουλία ελληνικών επιχειρηματικών συμφερόντων.
Ουδείς αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, πλην όμως, αρκετοί είναι εκείνοι που θα σπεύσουν να σημειώσουν ως δικαιολογίες, είτε τις δυσκολίες χρηματοδότησης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είτε τα -γνωστά έτσι κι αλλιώς- εμπόδια της ελληνικής πραγματικότητας, καθώς το κράτος, ακόμη και σήμερα που επιβάλλεται να στηριχθεί η εγχώρια επενδυτική δραστηριότητα, εξακολουθεί να δυσλειτουργεί.
Είναι όμως τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα; Ή μήπως σημαντική επίδραση έχει και η ελληνική νοοτροπία, που παραδοσιακά εμπόδιζε τις συνενώσεις (στη λογική του καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη), αλλά και η έλλειψη σοβαρής μελέτης των «ευκαιριών» που προσφέρει η σημερινή πραγματικότητα των (κατά γενική ομολογία) απομειωμένων αποτιμήσεων και των ανακατατάξεων σε κλάδους και τομείς;
Συγκεκριμένα παραδείγματα, από διαφορετικούς κλάδους (μεταξύ αυτών και ο τουρισμός) δείχνουν πως όταν υπάρχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, τα κεφάλαια βρίσκονται, είτε από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, η είσοδος ξένων επενδυτών (που κατά τεκμήριο έχουν το μειονέκτημα της ελλιπούς γνώσης της ελληνικής αγοράς) δείχνει ότι ούτε τα γραφειοκρατικά και λοιπά εμπόδια αποτελούν πειστική δικαιολογία «αποχής», εφόσον υπάρχει επιχειρηματική ευκαιρία.
Είναι ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας ότι στον περιβόητο κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας, που γέννησε μεγάλες προσδοκίες, για να οδηγηθεί τελικά σε κατάρρευση (με ουσιώδη υπαιτιότητα των πάλαι ποτέ πρωταγωνιστών του), η συνένωση έγινε τελικά από ξένο παίκτη, κι αυτό μόνον όταν οι τεράστιες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες οδήγησαν σε υποχρεωτική πώληση των εταιριών. Κι έτσι ένας εξαιρετικά υποσχόμενος κλάδος πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια ξένων συμφερόντων.
Χωρίς να είναι βέβαια ο μόνος. Η πικρή αλήθεια είναι ότι εάν δεν κινητοποιηθεί σύντομα η εγχώρια επιχειρηματικότητα κινδυνεύει να μείνει εκτός του νυμφώνος στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, με τους ξένους να αγοράζουν επιχειρήσεις και στρατηγικό «μέγεθος», σε τιμές ευκαιρίας.
Ακόμη όμως και σε άλλους κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχει σήμερα ικανό μέγεθος για να προσελκύσει ούτε ως «βάση μελλοντικών κινήσεων», ξένα κεφάλαια, η κατάσταση παραμένει σε τέλμα, ελλείψει εγχώριων πρωτοβουλιών, παρότι η ανάγκη περιορισμού των κόκκινων δανείων δημιουργεί ευκαιρίες.
Αναμφίβολα και στον τομέα αυτόν υπάρχουν εμπόδια, είτε γραφειοκρατικά είτε οφειλόμενα στη διστακτικότητα των τραπεζών, ακόμη και σε περιπτώσεις που θα έπρεπε να στρώνουν χαλί για την εμφάνιση αξιόπιστου συνομιλητή. Το βασικότερο θέμα όμως φαίνεται να είναι η έλλειψη πρόθυμων επιχειρηματιών που έχουν το know how και τη διάθεση για να προωθήσουν συνενώσεις, αυξάνοντας το μέγεθός τους.
Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη «χαμένη ευκαιρία» της σημερινής συγκυρίας, καθώς, όπως καταγράφεται και σε σχετικό ρεπορτάζ του Euro2day.gr, εάν κάποιοι επιχειρηματίες τολμούσαν τέτοιου είδους κινήσεις, είναι πολύ πιθανό ότι θα έβρισκαν όχι μόνο χρηματοδότες από το εξωτερικό αλλά ενδεχομένως και «έτοιμους αγοραστές» για τη νέα -και μεγαλύτερη- οντότητα. Κι αυτό θα είχε πολλαπλασιαστική επίπτωση στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αυξάνοντας συνδυαστικά και την «υπεραξία» για την εγχώρια επιχειρηματικότητα, αλλά και το εύρος εμπλοκής ξένων κεφαλαίων, που σήμερα περιορίζεται από την πολυδιάσπαση και το μικρό αναλογικά μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αυτή η «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής επιχειρηματικότητας δεν αποτελεί βεβαίως νέο φαινόμενο. Ακόμη και στις πιο καλές εποχές, κατέστη εμφανής η αδυναμία ελληνικών εταιριών (με ελάχιστες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) να αυξήσουν αποτελεσματικά το μέγεθός τους, αλλά και να αναδιαρθρωθούν εσωτερικά προκειμένου να εκσυγχρονιστούν και να ξεφύγουν από το προσωπικό ή το οικογενειακό μοντέλο.
Η οδυνηρή έκπληξη είναι ότι ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια κρίσης, φαίνεται να ισχύει το ίδιο!