Τα όσα συνέβησαν με το περίφημο πλέον Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποτελούν περισσότερο την αφορμή παρά την αιτία για το σημείωμα αυτό. Επί της αφορμής, λοιπόν, το ερώτημα είναι απλό: Πώς είναι δυνατόν, άνθρωποι που «προέρχονται από τους χώρους της επιστήμης, της εκπαίδευσης και της τέχνης», η επιστημονική συγκρότηση και το κύρος των οποίων «αποτελούν εγγύηση για την απρόσκοπτη λειτουργία του Συμβουλίου και τη συμβολή του στην προστασία, την ανάδειξη και διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (όπως αναφέρει η ιστοσελίδα του ΚΑΣ παραθέτοντας και τη σύνθεση του Συμβουλίου), να έλαβαν απόφαση εναντίον της κινηματογράφησης στα αρχαία μνημεία του Σουνίου;
Πόσο αποκομμένοι από τον ρόλο των Media, τη σημασία της διεθνούς προβολής για τη χώρα, αλλά και από τις ανάγκες μιας οικονομίας, πρέπει να είναι κάποιοι για να απαγορεύσουν το γύρισμα σκηνών διεθνούς σειράς, μεγάλου μάλιστα κύρους, με πρόφαση ότι θα είναι... ολοήμερα, ότι το συνεργείο είναι μεγάλο κι ότι υπάρχει… βαρύς εξοπλισμός;
Πόσο βολεμένοι και αμετακίνητοι στη γραφειοκρατική και αρτηριοσκληρωτική αντίληψη των πραγμάτων πρέπει να είναι, ώστε η πλειοψηφία τους να απορρίψει ακόμη και την πρόταση για γυρίσματα μόνο για ένα πρωινό, που αποδέχτηκε η μειοψηφία;
Πολύ, είναι η απάντηση. Πάρα πολύ. Και είναι εξόχως λυπηρό το ότι δεν μιλάμε για κάποιους ανώνυμους γραφειοκράτες χαμηλού επιπέδου, που δεν είχαν την τύχη να μετάσχουν επαρκώς της «ημετέρας παιδείας», αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Για καθηγητές πανεπιστημίων, για αρχαιολόγους, για προϊσταμένους του μηχανισμού προστασίας και ανάδειξης των μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Προφανώς, κρίνοντας και από τις δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα Ενημέρωσης Λευτέρη Κρέτσου, που έφερε το ζήτημα στο προσκήνιο, θα ληφθούν μέτρα προκειμένου να μην επαναληφθούν τέτοια ρεζιλίκια, όταν μάλιστα μόλις προ ημερών, η κυβέρνηση, μέσω του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής Νίκου Παππά, οργάνωσε ειδική εκδήλωση για να ανακοινώσει ότι η χώρα γίνεται πλέον πολύ πιο «φιλική» στα θέματα της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, ελληνικής και διεθνούς!
Εν τούτοις το θέμα αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ευρύτερο προβληματισμό.
Σε οιαδήποτε χώρα, η πνευματική ελίτ παίζει σημαντικό ρόλο, που ενδεχομένως γίνεται σημαντικότερος σε δύσκολες περιόδους, όταν η κοινωνία αναζητεί «φάρους» που θα δώσουν κατευθύνσεις και η ελίτ οφείλει να «βγει μπροστά». Στην Ελλάδα όμως, ειδικά τα τελευταία δύσκολα χρόνια, είναι ως να μην υπάρχει πνευματική ελίτ, παρά τους διάφορους βαρύγδουπους τίτλους που μπορεί να φέρουν τα κατά συνθήκη μέλη της.
Η έλλειψη άλλωστε αυτή γίνεται εμφανής κι από ένα ακόμη γεγονός. Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα που χαίρουν ευρύτερης εκτίμησης στον τομέα αυτό κι απασχολούν την επικαιρότητα, είναι σαν ο χρόνος να σταμάτησε μερικές δεκαετίες πριν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης αποτέλεσε προ μικρού διαστήματος, την κυρίαρχη φυσιογνωμία της αντίδρασης στο Μακεδονικό (το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος με τις θέσεις του, ελάχιστη σημασία έχει επί του προκειμένου) σε ηλικία… 92 ετών!
Κάποιοι θα σπεύσουν ίσως να σημειώσουν ότι «ιερά τέρατα» όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις δεν προκύπτουν τόσο συχνά όσο θα θέλαμε, άλλοι ίσως θα υποστηρίξουν, όχι άδικα, ότι οι σημερινές «μιντιακές» συνθήκες οδηγούν στη γρήγορη απομυθοποίηση.
Φοβάμαι ότι η αντιμετώπιση αυτή είναι υπέρ το δέον επιεικής, απέναντι στις καταστάσεις που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα, επηρεάζοντας νοοτροπίες, αντιλήψεις, ακόμη και θεσμούς όπως αυτός της Παιδείας, με κυρίαρχο μοτίβο την έλλειψη αξιοκρατίας και την αποσάθρωση των ιδανικών, με αντίστοιχη έξαρση της κομματοκρατίας, του «βολέματος» και του λαϊκισμού, μέσα σε ένα ευρύτερο κλίμα καταναλωτισμού και αποθέωσης της χρηματικής επιτυχίας, σχεδόν «άνευ όρων». Φαινόμενα που δεν λείπουν άλλωστε και από άλλες, περισσότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπως φαίνεται κι από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ.
Όπως και να 'χει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Σε μια περίοδο που η χώρα έχει ανάγκη να προχωρήσει μπροστά, να αναζητήσει νέες κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες, να προσαρμοστεί στις ταχύτατα κινούμενες διεθνείς εξελίξεις, η πνευματική της ελίτ, που θα μπορούσε να παίξει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο σε αυτό τον μετασχηματισμό νοοτροπιών και πεποιθήσεων, προσφέροντας «όραμα», λάμπει δια της απουσίας της, ενώ ενίοτε αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα. Είτε γιατί είναι γερασμένη κι ανίκανη να παρακολουθήσει τις νέες ανάγκες, είτε διότι παραμένει αρτηριοσκληρωτικά προσκολλημένη στις βολικές συνθήκες ενός παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί, είτε διότι δεν έχει το ηθικό και αξιακό ανάστημα, ή ακόμη και το απαιτούμενο πνευματικό βεληνεκές, για να πρωταγωνιστήσει.
Δυστυχώς, πρόκειται για έλλειψη μεγάλη, με πολύ ευρύτερες επιπτώσεις σε ό,τι αφορά τις άυλες προϋποθέσεις μετασχηματισμού της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, παρότι δεν περιλαμβάνεται στους συμβατικούς δείκτες «αξιολόγησης» της χώρας.