Κάποιοι από τους φίλους αναγνώστες ίσως να αναρωτήθηκαν προ τριών εβδομάδων, για ποιο λόγο η στήλη αφιέρωσε χώρο στο θέμα της έντασης με την Τουρκία, κι όχι σε κάποιο οικονομικής φύσεως ζήτημα, όπως συνήθως πράττει.
Η απάντηση, ολοφάνερη πλέον, είναι ότι η ένταση με την Τουρκία, προφανώς με απόλυτη υπαιτιότητα της δεύτερης, αποτελεί το πιο κρίσιμο ζήτημα απ' όσα έχουν ανακύψει τελευταία. Διότι μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς όχι μόνο την ίδια την ασφάλεια της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και τις οικονομικές εξελίξεις, ιδίως στον χώρο του τουρισμού, παρεμποδίζοντας την προσπάθεια ανάκαμψης.
Σε αυτές τις τρεις εβδομάδες που μεσολάβησαν από το πρώτο άρθρο, στο δήθεν «ατύχημα» στο Αιγαίο ήρθε να προστεθεί η πολιτική κανονιοφόρων που ακολουθεί η γείτονα έναντι της Κύπρου, για τις έρευνες πετρελαίου και, βεβαίως, η αιχμαλωσία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε λοιπόν ότι μέσα σε 20 μέρες, ο Ερντογάν επέλεξε να εκτοξεύσει τα επίπεδα έντασης σε όλο το εύρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Στα προηγούμενα κείμενα εστιάσαμε περισσότερο στους λόγους για τους οποίους ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας, έχει επιλέξει αυτή την τακτική, εξίσου σημαντικό όμως είναι να εξετάσουμε όχι μόνο την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα αλλά και τη στάση της Ευρώπης.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό μέτωπο, το κλίμα πόλωσης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή εκδηλώνεται και έναντι αυτού του κατ' εξοχήν «εθνικού θέματος», με αλληλοκατηγορίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, σε βαθμό που να διερωτάται ο απλός πολίτης, αν αντιλαμβάνονται τη σημασία των εξελίξεων.
Πολύ δε περισσότερο, όταν σε ένα τόσο σοβαρό θέμα, ακούει όχι μόνο από δημοσιογράφους αλλά και από πολιτικούς αρχηγούς (!) να γίνεται λόγος για τους δύο «αξιωματικούς» που συνελήφθησαν από τους Τούρκους, παρότι πρόκειται για έναν αξιωματικό και έναν υπαξιωματικό.
Λεπτομέρεια θα πείτε, πλην όμως μάλλον αντικατοπτρίζει την άγνοια, ή την έλλειψη σημασίας για έναν χώρο, αυτόν της άμυνας και του στρατεύματος, που όσο κι αν θέλουμε να είναι «αχρείαστος», δεν παύει να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για μια χώρα που βρίσκεται στην περιοχή που βρισκόμαστε.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι ειδικά μετά την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωζώνη (αλλά και την επιθυμία της Τουρκίας να γίνει με κάποιο τρόπο μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), καλλιεργήθηκε η αίσθηση, στην Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, ότι η ένταση με τη γείτονα αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, παρελθόν.
Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η σπουδή των εταίρων μας, μέσω των περίφημων θεσμών, να εντάξουν τον περιορισμό των αμυντικών δαπανών στα ευρύτερα ελληνικά προγράμματα, καθώς από την πλευρά του το ΔΝΤ δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει επισήμως κάτι τέτοιο.
Αυτός ο περιορισμός δαπανών, ας μη γελιόμαστε από τις κούφιες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, είχε και έχει επιπτώσεις σοβαρές στα επίπεδα ετοιμότητας και στο αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η θεωρία της «ευρωπαϊκής ασπίδας» δεν στερείται βεβαίως λογικής. Έχει όμως το μειονέκτημα ότι ουδέποτε έχει δοκιμαστεί στην πράξη. Περισσότερο δε αφορά την αποτροπή λόγω της επιθυμίας του αντιπάλου να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Ευρώπη, παρά μια εδραιωμένη αίσθηση ότι η Ευρώπη θα κινηθεί δυναμικά για την προάσπιση οιουδήποτε μέλους της.
Σε κάθε περίπτωση, από τις μέχρι τώρα εξελίξεις, είναι σαφές όχι μόνον ότι οι λεκτικές αντιδράσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων δεν έχουν ιδιαίτερο αποτέλεσμα στην Τουρκία, αλλά κι ότι ο Ερντογάν έχει πετύχει ήδη τον πρώτο στόχο του.
Τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα θα πρέπει, κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, να αντιληφθούν ότι η σοβαρή διατάραξη των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, σε συνδυασμό με την -πιθανότατη- εμπέδωση εκ μέρους της Τουρκίας ότι δεν έχει πολλά να περιμένει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδεχομένως οδηγούν τον Ερντογάν να εξερευνήσει δυναμικά τα «όρια» κίνησης που διαθέτει.
Τόσο έναντι της Κύπρου (με επίκεντρο τις έρευνες πετρελαίου) όσο και έναντι της Ελλάδας, προκειμένου να εξάγει τα προβλήματά του στην περιοχή Συρίας-Ιράκ, προς δυσμάς.
Σε μια τέτοια περίπτωση, που δεν πρέπει πλέον να θεωρείται απίθανη, ιδίως σε ό,τι αφορά το θέμα της κυπριακής ΑΟΖ, η μόνη λύση που έχει η Ελλάδα, πέραν της αμυντικής ετοιμότητας, αφορά στους διπλωματικούς χειρισμούς, τόσο στο πλαίσιο της Ευρώπης και των ΗΠΑ, όσο και στο ΝΑΤΟ (το μόνο όργανο της Δύσης που φαίνεται ότι εξακολουθεί να ενδιαφέρει σοβαρά την Τουρκία), προκειμένου να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και στιβαρά η τουρκική προκλητικότητα.
ΥΓ: Η «ιδέα» του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με τη συμμετοχή των πολιτικών αρχηγών αλλά και πρώην πρωθυπουργών, παρότι οι επικρατούσες πολιτικές συνθήκες δημιουργούν αμφιβολίες για τη χρησιμότητά του, αξίζει να δοκιμαστεί. Προκειμένου να διευρυνθούν, αν μη τι άλλο, οι δίαυλοι επικοινωνίας, αλλά και να δοθεί προς τα έξω η αίσθηση ότι υπάρχει μια τάση ενότητας αλλά και κατανόηση των διαστάσεων που μπορεί να λάβει η υπόθεση.