Από τα εκτενή αποσπάσματα της δικογραφίας που δόθηκαν στη δημοσιότητα, προκύπτει ότι οι κατηγορίες στην υπόθεση Novartis είναι βαριές. Το χειρότερο δε που θα μπορούσε να συμβεί, τουλάχιστον στα μάτια της κοινής γνώμης, είναι να παραμείνουν τέτοιου είδους «σκιές», χωρίς την ουσιαστική διαλεύκανση της υπόθεσης.
Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι προφανές ότι έχουν λειτουργήσει ορθά στη συγκεκριμένη υπόθεση, παραπέμποντας «αμελλητί» την υπόθεση στα χέρια της Βουλής, όπως προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών που φιλοτέχνησε προ ετών ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Όπως είναι επίσης προφανές ότι η νομοθεσία περί προστατευόμενων μαρτύρων (που ψηφίστηκε επί πρωθυπουργίας Σαμαρά) υιοθετήθηκε ακριβώς για να διευκολύνει τη διαλεύκανση πολύ σημαντικών υποθέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, αίσθηση προκαλούν τα όσα λέγονται και γράφονται περί δήθεν «ανώνυμων κουκουλοφόρων» μαρτύρων. Διότι έναντι της Δικαιοσύνης και ειδικότερα του εισαγγελέα της υπόθεσης (αλλά και του FBΙ στον βαθμό που έχει χρησιμοποιήσει αντίστοιχες μαρτυρίες), ούτε ανώνυμοι είναι, ούτε κουκουλοφόροι.
Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω εξέλιξη της συγκεκριμένης υπόθεσης βρίσκεται αφενός στα χέρια της Βουλής, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά πρόσωπα, αφετέρου της Δικαιοσύνης, η οποία θα συνεχίσει και αυτή την έρευνά της, για μη πολιτικά πρόσωπα. Στην πορεία της οποίας, όμως, διόλου απίθανο να προκύψουν νέα στοιχεία, είτε για τα ίδια, είτε και για άλλα πολιτικά πρόσωπα.
Στο «Κολωνάκι» των υψηλών θώκων της πολιτικής, οι οπτικές για την υπόθεση εμφανίζονται να είναι εντελώς διαφορετικές, με την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία να έχουν τα δύο εντελώς αντίθετα άκρα, ενώ τα λοιπά κόμματα κινούνται κάπου ανάμεσα.
Εν ολίγοις, η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ότι πρόκειται περί «σκευωρίας», η κυβέρνηση ότι πρόκειται για αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου της εποχής, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα στη γραμμή ότι «πρέπει να ερευνηθεί», παρά τις κυβερνητικές αστοχίες που βλέπουν στον μέχρι τώρα χειρισμό της.
Η στήλη θα ήθελε να τους πληροφορήσει ότι, σε μεγάλο βαθμό, η κοινή γνώμη βλέπει την υπόθεση εντελώς διαφορετικά. Εθισμένο στη σκανδαλολογία, πολλά χρόνια ακόμη πριν ξεσπάσει η κρίση, μεγάλο μέρος του «λαού» θεωρεί ότι ευκαιρίας δοθείσης, οι πολιτικοί βάζουν το χέρι στο βάζο με το μέλι -και μένουν ατιμώρητοι.
Ουδόλως εντυπωσιάστηκε με την καταδίκη του πολιτικά παροπλισμένου Τσοχατζόπουλου και τις μικρότερες ποινές σε μερικά ακόμη πολιτικά πρόσωπα. Εξακολουθεί, κοινώς, να πιστεύει ότι παρά τις κατά καιρούς «διώξεις», γενικώς ισχύει το «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».
Στην περίπτωση του «λαού», λοιπόν, τίποτε δεν θα είναι χειρότερο από το να καταλήξει αυτή η υπόθεση στα ντουλάπια, λόγω παραγραφής, στο πλαίσιο του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι σκιές θα παραμείνουν για πάντα, έναντι της κοινής γνώμης, για όσους φέρονται ως εμπλεκόμενοι -και το συμπέρασμα θα είναι ότι για μια ακόμη φορά λειτούργησε η κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Κατά την ταπεινή άποψη λοιπόν του υπογράφοντος, θα ήταν προς όφελος όλων στη Δημοκρατία μας, εάν, στην περίπτωση που προκύψει θέμα παραγραφής, οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι προσφύγουν στην ειδική δικαστική επιτροπή που προβλέπεται από το σχετικό άρθρο του Συντάγματος, προκειμένου να ελεγχθούν ούτως ή άλλως οι κατηγορίες. Αν μάλιστα αυτές είναι «αστείες», κατασκευασμένες κ.λπ., τόσο το καλύτερο για εκείνους.
Η δε κυβέρνηση θα πρέπει το ταχύτερο να αποσαφηνίσει απολύτως τι προτίθεται να προτείνει σχετικά με την κατάργηση του περιβόητου νόμου περί ευθύνης υπουργών και τη βουλευτική ασυλία, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, που προωθεί.
Μέχρι στιγμής γνωρίζουμε μεν ότι προτίθεται να προτείνει τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με «εφαρμογή των κοινών διατάξεων για την ποινική ευθύνη υπουργών και ασυλία βουλευτών με οριακές εξαιρέσεις για προστασία από πολιτική δίωξη», αλλά όσο πιο σύντομα πάρει μορφή η συγκεκριμένη πρόταση (που ελπίζουμε ότι θα υιοθετηθεί πλήρως από όλο τον πολιτικό κόσμο), τόσο καλύτερα θα είναι.
Καιρός είναι να συνειδητοποιήσει όλο το δημοκρατικό φάσμα τι συνέπειες έχει η καλλιέργεια αισθήματος πολιτικής ατιμωρησίας, στην κοινή γνώμη.
Διότι πρόκειται για έναν από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγεί στην ανάδειξη μη συστημικών και συχνά επικίνδυνων για τη Δημοκρατία σχηματισμών, με την (απλουστευτική μεν, αλλά διαδεδομένη διεθνώς) λογική ότι «οποιοσδήποτε είναι καλύτερος από ΑΥΤΟΥΣ».
ΥΓ: Με αυτή την υπόθεση αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι ο σεβασμός στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελεί αγαθό εν ανεπαρκεία γενικώς στην πολιτική σκηνή. Οι περισσότεροι τον θυμούνται όταν κι εφόσον τους συμφέρει.
Το γεγονός δε ότι αντίστοιχα και στους κόλπους της Δικαιοσύνης παρατηρείται ολοένα και περισσότερο μια τάση «προσέγγισης» είτε προς το ένα, είτε προς το άλλο κόμμα, χειροτερεύει την κατάσταση.
Ας μη γελιόμαστε, η χώρα μπορεί να πλησιάζει προς το τέλος της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης, απέχει όμως πολύ από το τέλος της πολυεπίπεδης θεσμικής κρίσης, που προκάλεσε εν πολλοίς την οικονομική.