Για μία ακόμη φορά, η λογική κινδυνεύει να υποκατασταθεί από το συναίσθημα και τα εσωτερικά πολιτικά και λοιπά συμφέροντα, σε ένα σοβαρό θέμα για τη χώρα που άπτεται της εξωτερικής πολιτικής.
Την ονομασία του γειτονικού κράτους με την προσωρινή ονομασία FYROM (Former Yugoslav Republic of Macedonia), έναντι των διεθνών οργανισμών, που υπήρξε από το 1963 γνωστό ως ομόσπονδο κράτος της Γιουγκοσλαβίας, με την ονομασία «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», ενώ προηγουμένως ονομαζόταν -και πάλι στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Το γεγονός ότι στο θέμα έχει παρέμβει με τον πλέον επίσημο τρόπο, μέσω αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, ακόμη και η Εκκλησία, ζητώντας να μη χρησιμοποιηθεί ο όρος «Μακεδονία», δείχνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, πόσο μακριά έχει φτάσει το όλο θέμα.
Για όσους μάλιστα διερωτώνται, μάλλον δικαιολογημένα, για ποιο λόγο παρεμβαίνει η Εκκλησία σε ένα «κοσμικό» θέμα, όπως η ονομασία της γειτονικής χώρας, που δεν φαίνεται να άπτεται θρησκευτικών ζητημάτων, την απάντηση τη δίνει η ίδια η Ιερά Σύνοδος στην ανακοίνωσή της, στην οποία σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι ο όρος Μακεδονία ή παράγωγό του ως συστατικό του ονόματος του κράτους των Σκοπίων θα είχε επιπτώσεις και στην ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της «Μακεδονίας», ενώ γίνεται και εκτενής αναφορά στις δικαιολογημένες ανησυχίες του κυρίαρχου Λαού και σύσσωμου του Οικουμενικού Ελληνισμού, σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο εθνικό θέμα.
Όπως και να έχει, η θέση αυτή της εκκλησίας, όπως και πολλών άλλων, πολιτικών και μη, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τρεις πολύ σημαντικούς παράγοντες:
1. Περισσότερες από 100 χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια-FYROM με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
2. Ότι -όπως σημειώθηκε και στην αρχή- η συγκεκριμένη περιοχή αυτοχαρακτηρίζεται ως «Μακεδονία» επί δεκαετίες, ως τμήμα της ομοσπονδιακής δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
3. Ότι η όλη συζήτηση εδώ και πολλά χρόνια αφορά τη συμβιβαστική επιλογή μιας σύνθετης ονομασίας, όπου είναι ξεκάθαρο σε όποιον έχει έστω και στοιχειώδη λογική, ότι το ένα συνθετικό θα είναι η λέξη «Μακεδονία».
Με άλλα λόγια, εκτός εάν σκοπεύουμε να εξέλθουμε από οιαδήποτε συμβιβαστική διαδικασία (γεγονός που θα διευκολύνει σε βάθος χρόνου τα Σκόπια να αναγνωριστούν διεθνώς κι από όσα κράτη δεν το έχουν πράξει!), ή να πάρουμε τα… όπλα και να καταλάβουμε τη γειτονική χώρα, κάτι εντελώς ανέφικτο σήμερα, η μόνη λύση είναι η σύνθετη ονομασία.
Κι αυτό που έχει σημασία είναι να εγκαταλειφθούν επισήμως και ρητώς από τα Σκόπια οι «αλυτρωτικές» τάσεις και η προσπάθεια οικειοποίησης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας της Μακεδονίας, η οποία παρεμπιπτόντως μόνο θυμηδία προκαλεί στο διεθνές σκηνικό και στην κοινή γνώμη στο εξωτερικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, ότι η επίλυση του θέματος με μια σύνθετη ονομασία θα αποτελέσει έναν συμβιβασμό, που πέραν του ότι είναι εντός της εθνικής στρατηγικής εδώ και πολλά χρόνια, θα έχει ελάχιστο, αν όχι μηδενικό αντίκτυπο στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», παρά τα όσα ισχυρίζονται ορισμένοι, χρησιμοποιώντας τον «μπαμπούλα» της Τουρκίας.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτόματα θα λυθεί το «μακεδονικό». Έτσι κι αλλιώς, όμως, το θέμα αυτό δεν θα λυνόταν ακόμη κι αν ήταν δυνατό να πιεστούν οι γείτονες, εκ της συγκυρίας, να αυτοαποκαλούνται… Σκόπια.
Την ίδια άλλωστε θέση μάλλον θα ακολουθούσε απροβλημάτιστα και η Νέα Δημοκρατία, εάν δεν υπήρχαν δύο γεγονότα: α) ότι σήμερα είναι στην αντιπολίτευση και β) ότι η ηγεσία της έχει ζήσει από πολύ κοντά τα όσα συνέβησαν στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αφορμή το ίδιο θέμα.
Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, το δεύτερο γεγονός είναι μάλλον σημαντικότερο από το πρώτο. Εύλογα η ανησυχία στους κόλπους της ηγεσίας και των στελεχών της είναι μεγάλη για το εάν η υπόθεση θα μπορούσε να αποτελέσει θρυαλλίδα για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος στα δεξιά της.
Δεν πρόκειται για φόβο παράλογο, πλην όμως ίσως έρχεται η ώρα να επιλέξει το ιστορικό αυτό κόμμα ποια είναι η πραγματική του ταυτότητα. Να αποφασίσει αν μπορεί τελικά να εκφράζει σήμερα και την «κεντροδεξιά» και τη «λαϊκή δεξιά» μαζί και την «άκρα δεξιά». Διότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι ασκήσεις ισορροπίας στις οποίες υποχρεωτικά επιδίδεται, μένουν χωρίς αντίκτυπο σε αμφότερες τις όχθες του ακροατηρίου της.
Για να επιστρέψουμε όμως στη «μεγάλη εικόνα», πέρα από το συναίσθημα του Έλληνα, που όντως έχει θιγεί από τη γελοία προσπάθεια των γειτόνων να καπηλευτούν μέχρι και το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και πέρα από τα διάφορα εσωτερικά πολιτικά συμφέροντα, που περιπλέκουν τα πράγματα, καλό θα είναι να εξετάσουμε την εξωτερική διάσταση του θέματος.
Η Ελλάδα φαίνεται να προκύπτει ενισχυμένη στην ευρύτερη περιοχή, διότι παρά την κρίση παρέμεινε ένα οργανωμένο κράτος, μέλος τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ΝΑΤΟ, το οποίο παίζει κατά κύριο λόγο συμφιλιωτικό και συμβιβαστικό ρόλο, διατηρώντας καλές σχέσεις με όλα σχεδόν τα κράτη.
Όλα αυτά σε μια περίοδο που η Δύση, είτε πρόκειται για την Ευρώπη, είτε για τις ΗΠΑ, βλέπει με ανησυχία τις έκρυθμες εξελίξεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, την αλλοπρόσαλλη πολιτική αλλά και τη διολίσθηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Τουρκία, όπως και την ολοένα αυξανόμενη «παρεμβατική» διάθεση της Ρωσίας τόσο στα Μέση Ανατολή όσο και στα Βαλκάνια.
Γι' αυτό και επιδιώκουν την επίλυση όσο το δυνατόν περισσότερων ανοικτών θεμάτων και την ένταξη χωρών της περιοχής στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα «τείχος» σταθερότητας και φιλικής προς αυτές διάθεσης, απέναντι στο κύμα αστάθειας που κυριαρχεί στην ευρύτερη περιοχή μας.
Προφανώς το να ανταπεξέλθει η χώρα μας σε αυτό τον εν δυνάμει αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή, προβάλλοντας προς κάθε κατεύθυνση τον ρόλο του «παράγοντα σταθερότητας», προϋποθέτει την άσκηση μακροπρόθεσμης και συνετής εξωτερικής πολιτικής, σε όλα τα επίπεδα, με συμβιβασμούς εκεί που μπορεί και χρειάζεται να γίνουν, ανεξαρτήτως του ποιο κόμμα έχει την εξουσία.
Αυτή είναι η πραγματικά «εθνική διάσταση» των όσων συμβαίνουν σήμερα στην περιοχή μας. Δυστυχώς, τέτοιου είδους συστηματική χάραξη πολιτικής δεν έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, ούτε είναι βέβαιο ότι θα συμβεί στο παρόν και το μέλλον.
Μόνον έτσι όμως θα μπορέσει η χώρα μας να συλλέξει τους καρπούς, οικονομικούς, διπλωματικούς και άλλους, μιας αναβαθμισμένης «εμβέλειας» στην ευρύτερη περιοχή.