Σε παλαιότερο σχόλιο είχαμε υποστηρίξει ότι κάποια δείγματα διακομματικής συναίνεσης που διαχρονικά εμφανίζονται για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα», θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο αν μεταλαμπαδεύονταν και στο θέμα της ελληνικής κρίσης, με κύριο άξονα την ανάπτυξη.
Απ' ό,τι φαίνεται όμως, όχι απλώς η έκκληση αυτή (που δεν έχει διατυπωθεί μόνον από τον υπογράφοντα) δεν εισακούεται, αλλά ως ένδειξη τραγικής ειρωνείας, συμβαίνει το ακριβώς… αντίθετο.
Πλέον ακόμη και εθνικά ζητήματα παρασύρονται στον χείμαρρο μιας ανηλεούς αντιπαράθεσης!
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κάποιος το γεγονός ότι την Πέμπτη, σχεδόν πριν προλάβει να εξέλθει του Μεγάρου Μαξίμου ο Τούρκος πρόεδρος, υπήρχαν ήδη οξύτατες δηλώσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης, που έκαναν λόγο για «φιάσκο» και για «ήττα» της ελληνικής πλευράς;
Πέρα από το υπερβολικά άκομψο αυτής της… βιασύνης, τα επιχειρήματα αυτών των απόψεων είναι τουλάχιστον σαθρά.
Ο Ερντογάν είναι ένας εκρηκτικός και απρόβλεπτος πολιτικός, που δεν «καλουπώνεται», όση διπλωματική «προετοιμασία» κι αν έχει υπάρξει, όπως αποδείχθηκε κι από το γεγονός ότι την Παρασκευή ζήτησε αιφνιδιαστικά να μιλήσει (και τελικά μίλησε) στο μειονοτικό σχολείο της Κομοτηνής, παρά το ό,τι είχε συμφωνηθεί.
Το περίεργο, λοιπόν, δεν είναι ότι ο κ. Ερντογάν είπε όσα είπε στην Αθήνα, το περίεργο είναι ότι έσπευσε να… προειδοποιήσει την ελληνική πλευρά, μία μέρα πριν, μέσω της συνέντευξης που έδωσε στον Αλέξη Παπαχελά και τον ΣΚΑΪ, όπου λίγο-πολύ είπε όσα... επανέλαβε και στην Αθήνα!
Κι αυτό προφανώς βοήθησε να είναι απολύτως προετοιμασμένη η ελληνική πλευρά, με «πληρωμένες» απαντήσεις. Γεγονός που φάνηκε κατά τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον πρωθυπουργό, όπου οι απαντήσεις στις «προκλήσεις» Ερντογάν ήταν ουσιαστικές και δίνονταν με χαρακτηριστική άνεση. Είτε επρόκειτο για τη Συνθήκη της Λωζάνης, είτε για τις μειονότητες και τις θρησκευτικές ελευθερίες στις δύο χώρες.
Όποιος μάλιστα παρακολούθησε την κοινή συνέντευξη Ερντογάν-Τσίπρα είχε την ευκαιρία να δει τον πρόεδρο της Τουρκίας να ακούει δημοσίως όχι μόνο για την παράνομη εισβολή στην Κύπρο, ή για τις μουσουλμανικές λειτουργίες σε ναούς της ορθοδοξίας, αλλά και να παραδέχεται ότι το θέμα της μειονότητας στη Θράκη είναι καθαρά ελληνικό, προσθέτοντας αμήχανα «με την άδειά σας λέμε απλώς την άποψή μας»!
Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι ο Ερντογάν έπαψε να είναι ικανός πολιτικός ή ότι ήρθε στην Αθήνα «για μαλλί και έφυγε κουρεμένος». Κάθε άλλο. Η άποψη του υπογράφοντος (και όχι μόνον) είναι ότι ο Τούρκος ηγέτης έκανε την επίσκεψη γνωρίζοντας ότι «πατά σε έδαφος της Ευρωπαϊκής Ενωσης» και όσα είπε είχαν κυρίως τρίτους αποδέκτες. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ.
Η επίθεσή του στον κ. Τραμπ ήταν εμφανής, καθώς η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ αποτελεί «βόμβα» για την ευρύτερη περιοχή αλλά και σημαντικό θέμα για τον κ. Ερντογάν, που παρουσιάζεται ως «προστάτης» του ισλαμισμού. Το γεγονός ότι με ήπιες διατυπώσεις, η ελληνική πλευρά συμφώνησε ότι πρόκειται για τουλάχιστον άκαιρη κίνηση των ΗΠΑ, ήταν για εκείνον σημαντικό.
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, είχε την ευκαιρία όχι μόνο να «γκρινιάξει» από ευρωπαϊκό έδαφος, για την έλλειψη επαρκούς βοήθειας, αλλά και να τονίσει τη σύνδεση των δύο συγκεκριμένων χωρών, Ελλάδας και Τουρκίας, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού, απολαμβάνοντας και πάλι τη διακριτική στήριξη της ελληνικής πλευράς.
Όσο για το θέμα της Λωζάνης, για το οποίο μιλάει συστηματικά το τελευταίο διάστημα, το γεγονός ότι το επανέλαβε και στην Αθήνα φρόντισε και ο ίδιος να μην αποτελέσει έκπληξη, τουλάχιστον για την ελληνική πλευρά. Ωστόσο οι διαρροές από την πλευρά των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ελάχιστο διάστημα μετά την ομιλία του, έβαλαν και πάλι «ταφόπλακα» στο θέμα, πράγμα που θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να μη γνώριζε ότι θα συμβεί, καθώς είναι εμφανές ότι ουδείς σήμερα, εις αμφότερες τις όχθες του Ατλαντικού, επιθυμεί οιαδήποτε αλλαγή στα σύνορα της Ευρώπης.
Η Λωζάνη για τον κ. Ερντογάν, όπως προκύπτει και από τις διατυπώσεις του χθες, είναι περισσότερο μια «σημαία» που σηκώνει στο εσωτερικό κι όχι ένα πραγματικό αίτημα, που θα έπρεπε άλλωστε να βρει ανταπόκριση σε 11 διαφορετικές χώρες που την έχουν υπογράψει!
Η ουσία λοιπόν της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα, σε ό,τι αφορά αμιγώς εμάς τους Έλληνες, περισσότερο θα πρέπει να αναζητηθεί, πρώτον, στο ότι… συνέβη, μετά από πολλές δεκαετίες, να επισκεφθεί επίσημα την Αθήνα Τούρκος πρόεδρος, και δεύτερον, στο γεγονός ότι οι δύο πλευρές μιλούν μεταξύ τους για όσα τις χωρίζουν, σημειώνοντας όμως πρόοδο σε πολλά που τις ενώνουν, όπως για παράδειγμα η οικονομική συνεργασία και το διασυνοριακό εμπόριο.
Σημαίνει αυτό ότι θα σταματήσουν οι από καιρού εις καιρόν τουρκικές προκλήσεις, ή ότι θα αλλάξει τακτική ο «Σουλτάνος»; Είναι πιθανό πως όχι. Η Τουρκία κι ο Ερντογάν έχουν μια σειρά από μεγάλα θέματα, στα οποία, ενίοτε, η καλλιέργεια έντασης με την Ελλάδα χρησιμεύει κυρίως ως αντιπερισπασμός.
Από την άλλη, η ένταση στη σχέση της Τουρκίας με το μεγαλύτερο έως πρότινος στήριγμά της, τις ΗΠΑ (που σε μεγάλο βαθμό αφορά το Κουρδικό ζήτημα), αλλά και η επιδείνωση των σχέσεών της με ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, σίγουρα αυξάνουν το «ειδικό βάρος» της χώρας μας και στη σχέση της με την Τουρκία.
Όπως και να εξελιχθούν όμως μελλοντικά οι σχέσεις, η επίσκεψη Ερντογάν ήταν επιβεβλημένο να γίνει σε μια περίοδο που, πέρα από τα γνωστά ελληνοτουρκικά προβλήματα, που μόνο καινούργια δεν είναι, υπάρχουν πολλαπλές εστίες έντασης στην ευρύτερη περιοχή, καθώς η χώρα μας είναι πρακτικά σύνορο όχι μόνον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του Χριστιανισμού.
Κι έτσι, αυτό που απομένει χωρίς αντιμετώπιση είναι το άγος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, που αποτελεί κι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της χώρας. Πόσο βολικό για τον οποιονδήποτε «απέναντι» να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι στην Ελλάδα είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις μπροστά σου ενωμένες κυβέρνηση και αντιπολίτευση!