Το γεγονός ότι το αφιέρωμα των New York Times, World Review, τόσο στη διεθνή έκδοσή του όσο και σε αυτή για την Ελλάδα, σε συνεργασία με το Euro2day.gr, επικεντρώνεται στις σύγχρονες προκλήσεις για τη Δημοκρατία ασφαλώς δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται διεθνώς αυξητική τάση στην εμφάνιση πιο «αυταρχικών» μοντέλων διακυβέρνησης (ενίοτε με τον μανδύα της Δημοκρατίας), ενώ ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η ενίσχυση ακραίων και λαϊκιστικών πολιτικών σχηματισμών σε χώρες με δημοκρατική παράδοση, ακόμη και μέσα στον πυρήνα της Ευρώπης.
Στις σελίδες του ηλεκτρονικού αφιερώματος World Review, καταγράφονται οι απόψεις σημαντικών ελληνικών και διεθνών προσωπικοτήτων από τον χώρο της πολιτικής, της οικονομίας, της επιστήμης αλλά και του πολιτισμού, που σίγουρα θα δώσουν πολλή τροφή για σκέψη σε ό,τι αφορά αυτές τις νέες προκλήσεις και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.
Ωστόσο, κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, ο βασικότερος παράγοντας πίεσης για τη σύγχρονη Δημοκρατία αφορά τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, με τον τρόπο που αυτή εφαρμόζεται ως σήμερα. Και ιδιαίτερα τις διαφορετικές τάσεις της λεγόμενης «ανισότητας» σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Είναι γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ωφελήσει τις χώρες του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου και ιδιαίτερα την Κίνα, που αποτελεί σήμερα τη δεύτερη παγκόσμια δύναμη. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι στο ίδιο διάστημα, παρατηρείται ενίσχυση των ανισοτήτων στον λεγόμενο «Πρώτο Κόσμο», ήτοι στις χώρες που στη συντριπτική τους πλειονότητα ανήκουν στη «Δύση», όπως μάθαμε να τη λέμε οι παλαιότεροι στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι από το 1980 έως σήμερα, το πλουσιότερο 1% έχει καρπωθεί τη διπλάσια αύξηση εισοδημάτων σε σχέση με το φτωχότερο 50%, ενώ η αύξηση για τα εισοδήματα που κινούνται ανάμεσα στο φτωχότερο 50% και το πλουσιότερο 1% ήταν υποτονική έως και μηδενική, κάτι που αφορά σχεδόν καθ' ολοκληρίαν τα μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος κοινωνικά στρώματα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτό που εντέλει προκύπτει, όπως επισημαίνει ο διάσημος Martin Wolf σε άρθρο του με τίτλο «Η ανισότητα απειλεί τις δημοκρατίες μας», είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια σύγκλιση μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά και μια απόκλιση που διευρύνει τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών.
Ισως το πιο ενδιαφέρον όμως στα γραφόμενά του είναι η επισήμανση πως αυτή η διεύρυνση των ανισοτήτων συμβαίνει ιστορικά, σε βαθμό που πρέπει να θεωρείται έως και αναμενόμενη, σε περιπτώσεις ειρήνης και σχετικής ευμάρειας. Κι αυτό, καθώς η ισχύς των πολύ πλουσίων τούς επιτρέπει να διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερο μερτικό. Μια κατάσταση που ιστορικά ανατρέπεται σε περιόδους αναταραχής και πολέμου, μεγάλων επιδημιών ή επανάστασης!
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η ανισότητα, χωρίς τις παραπάνω μεγάλες καταστροφές, σε μια περίοδο παγκοσμιοποίησης, η οποία έτσι όπως υλοποιείται σήμερα: Α) επιτρέπει στο «πολύ μεγάλο κεφάλαιο» να κινείται ανεμπόδιστα παντού, Β) πιέζει τις κυβερνήσεις να μειώνουν ολοένα και περισσότερο τους φορολογικούς συντελεστές για να είναι πιο «ανταγωνιστικές», Γ) οδηγεί σε υποκατάσταση εργασιών από χώρες με σχετικά υψηλό κόστος ανθρώπινων αμοιβών, σε χώρες φτηνής και εξαιρετικά φτηνής εργασίας.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι η μόνη λύση είναι να γυρίσουμε την παγκοσμιοποίηση… πίσω. Η ιστορική εμπειρία όμως έχει δείξει ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Άλλωστε, η επάνοδος στον προστατευτισμό δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα έχει ευνοϊκά αποτελέσματα.
Κατά την άποψη του υπογράφοντος, προτάσεις και λύσεις «προσαρμογής» της παγκοσμιοποίησης, ώστε να μειωθούν οι παρενέργειες (κάτι που είναι περισσότερο εφικτό), θα επέλθουν από τη στιγμή που μεγάλα και ισχυρά δημοκρατικά κράτη θα αντιληφθούν ότι η περαιτέρω διεύρυνση της ανισότητας στο εσωτερικό τους προκαλεί σοβαρό κίνδυνο στη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας, αλλά και στην περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Πρώτον, διότι μιλάμε για δημοκρατίες καθολικής ψήφου -άρα η ψήφος των πολλών φτωχών δεν μπορεί να αγνοηθεί. Και δεύτερον, διότι όσο μεγαλώνει η ανισότητα, μέσα και από την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, τόσο αυξάνονται οι συνέπειες σε τομείς κρίσιμους για τη μεσομακροχρόνια ανάπτυξη, όπως για παράδειγμα η Παιδεία.
Στο μεσοδιάστημα, όμως, μόνο απορίας άξιο δεν θα είναι, αν δούμε να ενισχύονται ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα πολιτικού εξτρεμισμού, λαϊκισμού κι απολυταρχισμού, ή και την εμφάνιση χειρότερων φαινομένων.
Γι' αυτό κι έχει ιδιαίτερη σημασία το πόσο γρήγορα θα αντιληφθούν οι δημοκράτες πολιτικοί τη σημασία του προβλήματος.