Ο τρόπος με τον οποίο συζητούνται ευαίσθητα κοινωνικής φύσεως θέματα, όπως οι πλειστηριασμοί και οι απεργίες, στον δημόσιο χώρο, είναι, κατά την άποψη του υπογράφοντος, ενδεικτικός του πόσο μικρά βήματα έχουν γίνει στον τόπο μας, σε ό,τι αφορά την κατανόηση των λαθών που μας οδήγησαν στην κρίση.
Λαθών που παρότι κατέληξαν σε οικονομική καταστροφή, πρωτίστως αφορούσαν, κι εξακολουθούν να αφορούν, θέματα θεσμικού χαρακτήρα και «κρατούσες» αντιλήψεις μεταξύ εκείνων που μετέχουν στον δημόσιο διάλογο αλλά και στη λήψη αποφάσεων.
Είναι προφανές για παράδειγμα ότι η πραγματοποίηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, είτε αυτό αφορά ιδιωτικά χρέη, είτε χρέη προς το Δημόσιο, προσφέρει μια σειρά από πλεονεκτήματα, ορατά δια γυμνού οφθαλμού, σε ό,τι αφορά το κόστος, την ταχύτητα και την «προσβασιμότητα» της διαδικασίας, διευκολύνοντας την επίτευξη υψηλότερου τιμήματος. Κι από την άλλη, έχει σαφές μειονέκτημα μόνο για εκείνους που θα ήθελαν να πραγματοποιείται με φυσική διαδικασία, προκειμένου ακριβώς να την παρακωλύσουν ή και να την ακυρώσουν!
Κατά συνέπεια, ουδείς θα έπρεπε να διαφωνεί, πέραν όσων τάσσονται υπέρ των «δυναμικών διεκδικήσεων», εκτιμώντας ότι το να μαζεύονται 50, 100 ή και 200 άτομα, προκειμένου να ακυρώνουν «δυναμικά» τις διαδικασίες εκπλειστηρίασης κι όχι απλώς να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους, συνιστά θεμιτή κοινωνική ή και πολιτική διαδικασία.
Για όλους τους υπόλοιπους, το θέμα (θα έπρεπε να) βρίσκεται στο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας και στις προϋποθέσεις αυτού. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Το πώς θα γίνονται οι πλειστηριασμοί είναι ένα εντελώς ξεχωριστό θέμα, που (θα έπρεπε να) αφορά μόνον την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας.
Ομοίως, με θεσμικό τρόπο οφείλει να διευθετηθεί και η ουσία του ζητήματος των πλειστηριασμών για χρέη προς το Δημόσιο. Όχι το πώς θα γίνονται οι πλειστηριασμοί (κι αυτοί ηλεκτρονικά θα γίνονται με το νέο πλαίσιο) αλλά με ποιες προϋποθέσεις θα οδηγείται κάποιο περιουσιακό στοιχείο σε πλειστηριασμό.
Μόνον έτσι υλοποιείται η προστασία των αδυνάτων σε ένα σωστό και ευνομούμενο κράτος.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί υπάρχει τόση ενασχόληση με το ηλεκτρονικό «σαμάρι» στο θέμα των πλειστηριασμών και όχι με τον «γάιδαρο», που αφορά τους θεσμικούς όρους και τις προϋποθέσεις, προκειμένου να εκπλειστηριάσει κάποιο περιουσιακό στοιχείο;
Τείνω να πιστέψω ότι ουδείς από τους αντιδρώντες ασχολείται με την ουσία του θέματος, κι όλοι στοχεύουν στη μάχη των εντυπώσεων, ενώ μια σεβαστή μερίδα της αντιπολίτευσης επιθυμεί πρωτίστως να πληρώσει «με το ίδιο νόμισμα» τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία ως αντιπολίτευση πρωτοστατούσε στα συνθήματα και στις κινητοποιήσεις.
Τα ίδια συμβαίνουν και με το θέμα των απεργιών. Μέχρι και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση, σημειώνοντας ότι τα ποσοστά απαρτίας που πλέον θα απαιτούνται προκειμένου να κηρυχθεί απεργία από πρωτοβάθμιο σωματείο (επιχείρησης δηλαδή) είναι… απαγορευτικά, καθώς θα απαιτείται η παρουσία του 50%!
Επιχείρημα μάλλον έωλο καθώς είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος για ποιο λόγο ούτε οι μισοί εργαζόμενοι μιας εταιρίας δεν θα έχουν τη δυνατότητα να προσέλθουν στον ίδιο χώρο μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, πλησίον της εργασίας τους, στην οποία προσέρχονται καθημερινά.
Ορισμένοι έσπευσαν επίσης να υποστηρίξουν ότι λόγω οικονομικής δυσπραγίας, πολλά από τα μέλη των σωματείων δεν θα είναι «ταμειακώς εντάξει», όπως προβλέπει ο νέος νόμος, και άρα δεν θα μπορέσουν να ψηφίσουν ενώ θα ήθελαν.
Πρόκειται επίσης για αστεία δικαιολογία, που περισσότερο φανερώνει την αδυναμία των σωματείων να πείσουν τα μέλη τους για την αναγκαιότητα ύπαρξης (και στήριξής) τους, παρά οτιδήποτε άλλο. Κι όλος αυτός ο ντόρος γίνεται για την πραγματοποίηση απεργιών (που είναι ένα σοβαρό μέτρο αντίδρασης, το οποίο δεν πρέπει να ασκείται για ψύλλου πήδημα) με θετική ψήφο περίπου του... 25% του συνόλου των εργαζομένων (το 51% του 50% που προβλέπεται για απαρτία).
Ποιους θίγει στην πραγματικότητα αυτό το μέτρο; Οι πληροφορίες λένε ότι θίγει κυρίως γνωστή συνδικαλιστική οργάνωση, πανελλαδικής εμβέλειας, που κατόρθωνε επί χρόνια να διοργανώνει απεργίες, ελέγχοντας μεγάλα μειοψηφικά ποσοστά σε επιχειρησιακά σωματεία. Οπότε εξασφάλιζε πλειοψηφία των παρόντων, χωρίς όμως να πλησιάζει το 50% σε συνολική προσέλευση.
Πρέπει όμως να ασκείται το δικαίωμα της απεργίας από «δυναμικές μειοψηφίες», όταν η πλειονότητα των εργαζομένων δεν έχει πειστεί ότι υπάρχει αρκετά σοβαρός λόγος, ώστε να προσέλθει στη διαδικασία λήψης μιας τέτοιας απόφασης;
Η απάντηση, με βάση την κοινή λογική, είναι πως όχι. Ιδίως σε μια χώρα στην οποία επί δεκαετίες ασκήσαμε το δικαίωμα της απεργίας, όπως και πολλά άλλα δικαιώματα (εντός και εκτός εισαγωγικών), με ξεκάθαρα αλόγιστο τρόπο.
Πού θα έπρεπε να εστιαστεί η δημόσια συζήτηση και ο προβληματισμός; Στην απαξίωση του συνδικαλιστικού συστήματος, ιδίως στον δημόσιο τομέα, αλλά και στην ανάγκη εδραίωσης ενός εργασιακού θεσμικού πλαισίου που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κοινωνικών εταίρων με πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο. Όχι «τύποις» αλλά ουσιαστικά.
Περί αυτών, όμως, ελάχιστα συζητούνται.
Όσο λοιπόν κι αν αισιοδοξούμε ότι το 2018 θα είναι έτος επιστροφής στην ανάπτυξη, μάλλον θα πρέπει να συνεχίσει να μας απασχολεί το γεγονός ότι οι «κρατούσες αντιλήψεις» και συμπεριφορές σε κομβικά σημεία της κοινωνίας μας δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει ιδιαίτερα, κι ότι οι περισσότερες θεσμικές τομές (οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις) φαντάζουν ιδιαίτερα επιφανειακές.