H «πολιτική των κανονιοφόρων» που φαίνεται ότι εφαρμόζει πλέον η Τουρκία του Ερντογάν στην περιοχή μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα όσα συνέβησαν προ ημερών με το ιταλικό πλοίο-γεωτρύπανο, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης τάσης, που παρατηρείται διεθνώς.
Πρόκειται για μια επιστροφή στο παρελθόν, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη γηραιά ήπειρο και τις παρυφές της (με κυριότερο ίσως παράδειγμα τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία), που δεν σηματοδοτεί τίποτε καλό για την ασφάλεια και την εύρυθμη λειτουργία του διεθνούς δικαίου, που ούτως ή άλλως δεν κυριάρχησαν ποτέ στο μεγαλύτερο μέρος της υδρογείου.
Το γεγονός ότι μια «περιφερειακή δύναμη» όπως η Τουρκία συμπεριφέρεται πλέον με τρόπο που επιδεινώνει τις σχέσεις της τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την Ευρώπη, και όχι απλά με τους γείτονές της, είναι ένα σημείο που θα πρέπει να απασχολήσει ιδιαίτερα την ελληνική άμυνα και εξωτερική πολιτική.
Για όποιον παρατηρεί έστω και από απόσταση τα όσα συμβαίνουν στην Τουρκία, είναι φανερό ότι ο Ερντογάν εγκαθιδρύει σταδιακά ένα «δικό του» κράτος, το οποίο εκμεταλλεύεται το λαϊκό και το θρησκευτικό στοιχείο, προκειμένου να ποδηγετήσει.
Όπως επιβεβαιώνουν τα διεθνή ρεπορτάζ, το πολίτευμα στην Τουρκία λαμβάνει ολοένα και περισσότερο αυταρχικά χαρακτηριστικά, ενώ η δημόσια διοίκηση αλώνεται από «συμπαθούντες», με σκοπό να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του νέου «Σουλτάνου». Κι από την άλλη πλευρά, παρά την καταπίεση που ασκεί το καθεστώς, μεγαλώνει και η δυσαρέσκεια ακόμη και μεταξύ θρησκευτικών ηγετών που άλλοτε τον υποστήριζαν.
Αναπόφευκτα, τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της Τουρκίας, μετατρέποντας τον ίδιο σε απολυταρχικό ηγεμόνα, επηρεάζουν και τις σχέσεις της με το εξωτερικό. Ο «Σουλτάνος» πρέπει να φανατίζει τον λαό, αλλά και να εισπράττει αναγνώριση ως νικητής και τροπαιοφόρος.
Το βασικό ερώτημα για τη χώρα μας είναι ασφαλώς ένα: Μέχρι πού μπορεί να φτάσει;
Εύκολη απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει. Όπως περιγράψαμε και στο προηγούμενο σημείωμα, ο Ερντογάν έχει πλέον στριμωχτεί πολύ στη διεθνή σκηνή, κι αυτό τον καθιστά σίγουρα περισσότερο απρόβλεπτο, άρα και επικίνδυνο.
Επιπλέον, όπως έχει αποδειχτεί πολλάκις, όταν χρησιμοποιούνται στρατιωτικά μέσα, οι κινήσεις κλιμάκωσης της έντασης δημιουργούν κινδύνους ατυχήματος ή και θερμού επεισοδίου, είτε εξαιτίας λανθασμένου υπολογισμού της ηγεσίας, είτε λόγω λάθους όσων βρίσκονται επιτόπου.
Προς το παρόν, οι αντιδράσεις των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης έναντι της Τουρκίας, στις δύο τουρκικές προκλήσεις (τη σύγκρουση με το σκάφος του λιμενικού μας και το μπλόκο στο ιταλικό γεωτρύπανο), δείχνουν ότι παρά την επιφανειακή σκληρότητά τους είναι πολύ «μετρημένες», μολονότι έχει υπάρξει υποστήριξη στις ελληνικές και κυπριακές θέσεις.
Τα ελατήρια αυτής της στάσης είναι λίγο-πολύ γνωστά. Συμπεριφέρονται στην Τουρκία όπως σε ένα κακομαθημένο και άτακτο παιδί, προκειμένου να αποφύγουν το ενδεχόμενο πλήρους αποστασιοποίησής της.
Αποδίδει όμως αυτή η τακτική;
Ή μήπως ο Ερντογάν, πιστεύοντας ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να απαρνηθούν τους Κούρδους κι ότι πρακτικά το καλύτερο που μπορεί να πετύχει με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια «ειδική σχέση», δοκιμάζει πλέον τα όρια αυτής της τακτικής «περιορισμού» που εφαρμόζεται απέναντί του;
Μήπως σκοπεύει να τα διευρύνει όσο παίρνει ή και να τα ξεπεράσει, αν δεν πάρει κάποια ανταλλάγματα που θα μπορεί να αξιοποιήσει εσωτερικά;
Ο χρόνος θα δείξει, η Ελλάδα όμως πρέπει να είναι προετοιμασμένη για όλα τα ενδεχόμενα.