Η φράση αυτή δεν ανήκει σε κάποιον επιχειρηματία απηυδισμένο με τους πολιτικούς, όπως θα υπέθετε κάποιος, αλλά στον… πρωθυπουργό της χώρας Αλέξη Τσίπρα*. Απεικονίζει ωστόσο πλήρως και την αίσθηση της αγοράς, για το τι χρειάζεται για να επανέλθει η οικονομία σε φάση ανάπτυξης.
Κακά τα ψέματα, μπορεί οι τελευταίες εξελίξεις με τη διαπραγμάτευση να έχουν μειώσει αισθητά το ρίσκο χώρας, αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, που με τη σειρά της αποτελεί την πλέον βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χώρα και άρα η κυβέρνηση έχει μπροστά της τρία μεγάλα στοιχήματα:
-Τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων για τον σταδιακό επαναπατρισμό του κολοσσιαίου ποσού ελληνικών καταθέσεων, που βρίσκεται σήμερα στο εξωτερικό.
- Την άρση των εμποδίων που σήμερα μπλοκάρουν την επένδυση σημαντικών ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα μας, με κάποιες εξαιρέσεις ίσως, που όμως απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
-Την επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων, που αποτελεί την πιο βασική προϋπόθεση για την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος στην «κανονικότητα» και την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Και στους τρεις αυτούς τομείς, οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι, ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξει και κάποια εξέλιξη στο θέμα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, όπως σημείωσαν κορυφαίοι ευρωπαϊκοί παράγοντες αλλά και ο ίδιος ο υφυπουργός του Σόιμπλε, την περασμένη Πέμπτη, κάτι που όμως έσπευσε να βάλει στον πάγο ο ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας.
Σε ό,τι αφορά στο θέμα των κόκκινων δανείων, το απαραίτητο θεσμικό υπόβαθρο έχει δημιουργηθεί και τίθεται σε ισχύ, με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που αφορά εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις να ξεκινά ουσιαστικά τον Σεπτέμβριο. Σημασία όμως έχει να δούμε πώς θα λειτουργήσουν στην πράξη οι σχετικές διαδικασίες και πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα αντιμετωπιστούν τυχόν «μποτιλιαρίσματα» και «αρρυθμίες». Τότε αναμένονται και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, που επίσης αναμένεται να παίξουν κομβικό ρόλο στην προσπάθεια αντιμετώπισης των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μεγάλη σημασία θα έχει η ξεκάθαρη τοποθέτηση της κυβέρνησης και η δημιουργία «εύκρατου» περιβάλλοντος, για την ταχεία υλοποίηση των επενδυτικών προθέσεων.
Η υψηλή φορολογία αποτελεί σαφώς αρνητικό σημείο, δεν είναι όμως το μόνο εμπόδιο. Η γραφειοκρατία, οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, το δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο (με αποκορύφωμα θέματα χωροταξίας και περιβάλλοντος) και η αβεβαιότητα από τις συνεχείς αλλαγές του, αποτελούν βασικά εμπόδια που αποθαρρύνουν τους επενδυτές, ιδίως όταν πρόκειται για νέες άμεσες επενδύσεις.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη χώρα μας υπάρχουν επενδύσεις που έχουν καταγράψει καθυστερήσεις επικών διαστάσεων, όπως π.χ. η επένδυση Κωνσταντακόπουλου στη Μεσσηνία που χρειάστηκαν τρεις… δεκαετίες για να ολοκληρωθεί, αλλά και η έκταση της Αφάντου στη Ρόδο που «αξιοποιείται» από τη δεκαετία του… 1970!
Εν τούτοις, ίσως το πιο «ακανθώδες» θέμα αφορά στα δεκάδες δισεκατομμύρια καταθέσεων που εξακολουθούν να λιμνάζουν στο εξωτερικό. Δεδομένου ότι τα χρήματα αυτά έφυγαν κάτω από συνθήκες φόβου για αλλαγή νομίσματος και κατάρρευση των τραπεζών, η επανάκαμψη στην πατρίδα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση την εγκαθίδρυση ενός κλίματος ασφάλειας για τις μελλοντικές εξελίξεις, τόσο σε σχέση με το νόμισμα, όσο και αναφορικά με την ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος, από το ενδεχόμενο bail in.
Που σημαίνει ότι για να δούμε σημαντικά αποτελέσματα, η συζήτηση περί Grexit πρέπει να περάσει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν, αλλά και να ξεκαθαρίσει εντελώς το τοπίο σε ό,τι αφορά στη «σιγουριά» των ελληνικών τραπεζών.
Σημαντικό ρόλο όμως θα μπορούσε να παίξει και η παροχή συγκεκριμένων κινήτρων, σε περιπτώσεις όπου ο επαναπατρισμός συνδυάζεται με τη συμμετοχή σε άμεσες ή έμμεσες επενδύσεις εντός Ελλάδος. Διότι καλώς ή κακώς, όσο ο πλούτος αυτός παραμένει στο εξωτερικό, αξιοποιείται προς όφελος άλλων οικονομιών, κι όχι της ελληνικής.
Προφανώς για να γίνουν σημαντικά βήματα στις ανωτέρω κατευθύνσεις χρειάζεται μελέτη, μια δόση τόλμης και σκληρή δουλειά, πράγματα στα οποία δεν μας έχουν συνηθίσει γενικώς οι πολιτικοί. Ωστόσο στην περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα, υπάρχει σαφές κίνητρο.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη με ταχείς ρυθμούς αποτελεί τη μόνη λύση που έχουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ ενόψει της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι αργότερα από τον Σεπτέμβρη του 2019.
Δεδομένου μάλιστα ότι οι θετικές επιπτώσεις της ανάπτυξης αργούν να περάσουν και να γίνουν αντιληπτές στην «τσέπη» του πολίτη, ο χρόνος που τους απομένει είναι έως και ελάχιστος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λεγόμενος «πολιτικός χρόνος» αντιστοιχεί αυστηρά στον πραγματικό χρόνο με τον οποίο λειτουργεί η οικονομία. Και δεν είναι καθόλου «άπλετος».
Το ερώτημα είναι αν το αντιλαμβάνονται όλοι στην κυβέρνηση -και ίσως περισσότερο ακόμη, στο κόμμα. Διότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, αν κρίνουμε από τις τελευταίες ομιλίες του, φαίνεται να το έχει αντιληφθεί.
* Η φράση είχε ειπωθεί σε ένα από τα πρώτα υπουργικά συμβούλια της κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 2015, αλλά παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη.