Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Ενώ είναι παραδεκτό απ' όλους ότι για να προχωρήσει αναπτυξιακά η οικονομία πρέπει να λυθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων αλλά και να αυξηθεί η πιστωτική επέκταση με νέες χορηγήσεις, στο τραπεζικό σύστημα παρατηρείται αυξημένη αδράνεια.
Ο βασικότερος λόγος γι' αυτό είναι η ευθυνοφοβία που τείνει να κυριαρχήσει στα τραπεζικά στελέχη σε σχέση με την έγκριση νέων χορηγήσεων αλλά και τη ρύθμιση παλαιότερων δανείων.
Ευθυνοφοβία που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη, καθώς η δανειακή δραστηριότητα, ακόμη και η σύναψη περίπλοκων deals, έχει στιγματιστεί το τελευταίο διάστημα από την εμπλοκή της δικαιοσύνης.
Αναμφίβολα υπάρχουν υποθέσεις, όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, στις οποίες παρατηρούνται ενδείξεις έκνομης συμπεριφοράς που χρήζουν αντιμετώπισης.
Κι αυτές οι περιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο αυστηρό και διαφανή, όχι μόνον από τη δικαιοσύνη αλλά και από τους εσωτερικούς μηχανισμούς των τραπεζών.
Ωστόσο στην Ελλάδα, φαίνεται πως κατά την προσφιλή μας συνήθεια οδηγούμαστε στην υπερβολή. Εάν για παράδειγμα, ένα δάνειο έχει εγκριθεί πριν από αρκετά χρόνια, με τα δεδομένα, οικονομικά και άλλα, εκείνης της εποχής, είναι μάλλον υπερβολικό να τραβιούνται στα δικαστήρια ολόκληρες επιτροπές, πολυπληθείς, ωσάν να έγιναν όλοι συνωμότες σε έναν κοινό σκοπό.
Ακόμη δε περισσότερο, όταν πρόκειται για χρηματοδοτήσεις ή συμφωνίες που για να υλοποιηθούν, πέρασαν από τις επιτροπές εγκρίσεων όχι μόνο μίας αλλά περισσότερων τραπεζών.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο, εφόσον υπάρχουν υποψίες «ελαστικής συμπεριφοράς» έστω εκ του αποτελέσματος, να βρεθούν οι βαθύτερες αιτίες και οι ασφαλιστικές δικλίδες που θα αποτρέψουν την εκδήλωση αντίστοιχων φαινομένων στο μέλλον.
Η κατάσταση αυτή, πέρα από την ανασφάλεια και την ευθυνοφοβία που αναφέραμε, γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη από το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ειδικευμένοι οικονομικοί δικαστές, με γνώσεις και αντίληψη της τραπεζικής διαδικασίας των χορηγήσεων αλλά και της «προστασίας» ενός δανείου που κινδυνεύει να μην πληρωθεί.
Ίσως το χειρότερο όμως, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες της στήλης, είναι ότι πολλά μεσαία και κατώτερα στελέχη του χώρου, με σημαντικές σπουδές και τυπικά προσόντα, σπεύδουν να αποφύγουν τον τομέα των χορηγήσεων, για να «μην μπλέξουν» στην πορεία, ακόμη κι αν αυτό βάζει σε δεύτερη γραμμή την καριέρα τους!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στον τομέα των χορηγήσεων έγιναν σημαντικά λάθη κατά το παρελθόν κι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η διερεύνηση είναι επιβεβλημένη.
Είναι κοινό μυστικό ότι η πτώση των επιτοκίων και ο αυξημένος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών οδήγησε σε μεγάλες υπερβολές, με στόχο την προσέλκυση μεγάλων και μικρών πελατών, είτε δηλαδή επρόκειτο για μεγαλοεπιχειρηματίες που λάμβαναν δάνεια χωρίς εις βάθος έλεγχο των επιχειρηματικών τους σχεδίων, ή χωρίς ιδιαίτερες εξασφαλίσεις, με βασικό «πλεονέκτημα» το ηχηρό όνομα, το μέγεθος και τις προσβάσεις, είτε για... αλλοδαπούς που έπαιρναν αβέρτα καταναλωτικά και πιστωτικές κάρτες, χωρίς καν να έχουν μόνιμο τόπο κατοικίας ή περιουσία στην Ελλάδα.
Ήταν άλλωστε η εποχή που η πιστωτική επέκταση αυξανόταν με ραγδαίους ρυθμούς, οι τράπεζες έγραφαν υπερκέρδη και οι τιμές τους στο Χρηματιστήριο κάλπαζαν. Ακόμη και τα στεγαστικά δίνονταν με άνεση, καθώς οι τιμές των κατοικιών ανέβαιναν χρόνο με τον χρόνο, κάθε χρόνο!
Τα φαινόμενα αυτά όμως ήταν γενικευμένα, δεν ήταν χαρακτηριστικά μιας τράπεζας ή μιας ομάδας έστω στελεχών. Και η αλήθεια είναι ότι ουδείς μπορούσε να προβλέψει, ακόμη κι όταν ξεκίνησε η κρίση, το μέγεθος της καταστροφής, τόσο για απλούς ιδιώτες που βρέθηκαν άνεργοι, χρεωμένοι και με τις αξίες της ακίνητης περιουσίας τους αποδεκατισμένες, είτε για άλλοτε κραταιές εταιρίες που είδαν τον τζίρο τους να απομειώνεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Κι εδώ σε πολλές περιπτώσεις οι τραπεζίτες έκαναν λάθη. Προσπαθώντας να προστατεύσουν το δάνειο που είχαν δώσει, συνέχισαν τη δανειοδότηση κι έκαναν ρυθμίσεις σε εταιρίες που θα έπρεπε να ξέρουν ότι δεν είχαν μέλλον.
Ωστόσο τέτοιου είδους φαινόμενα δεν θεραπεύονται με ποινικές διώξεις, ιδίως όταν μιλάμε για περίπλοκες υποθέσεις που η καθεμία έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Γεγονός που αναγνωρίζεται άλλωστε και τώρα, όπου στην περίπτωση των μεγάλων «κόκκινων δανείων» υπάρχει μεν ένας «κώδικας συμπεριφοράς», αλλά δεν υπάρχουν «έτοιμες λύσεις» όπως συμβαίνει στα μικρότερα δάνεια, ιδιωτικά και επιχειρηματικά.
Μεγάλο θέμα όμως φαίνεται να προκύπτει και σε συμφωνίες που έχουν σχέση με τον τραπεζικό χώρο, όπως για παράδειγμα το deal του Δημοσίου με εταιρίες εκμετάλλευσης ακινήτων, για το sale and lease back 28 ακινήτων επί του οποίου κατηγορήθηκαν για το αδίκημα της απιστίας έξι στελέχη του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του ΤΑΙΠΕΔ (ανάμεσά τους και αλλοδαποί τεχνοκράτες!), παρότι η αγορά θεωρεί πως αν υπάρχουν ευθύνες, αυτές αφορούν κρατικούς λειτουργούς που δεν έσπευσαν να αξιοποιήσουν τα δεδομένα της συμφωνίας αυτής. Εξ ου και υπήρξε η αναίρεση του βουλεύματος από τον Αρειο Πάγο.
Εν κατακλείδι, ουδείς μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα -και την υποχρέωση- της Δικαιοσύνης να παρεμβαίνει προκειμένου να προστατεύσει το δημόσιο συμφέρον, όταν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για κάποιο αδίκημα.
Το να ποινικοποιείται όμως η τραπεζική διαδικασία με ελαφρότητα, ακόμη και σε περιπτώσεις εκτενούς συλλογικής ευθύνης, ή για πρακτικές όπως τα περίφημα πλέον μετοχοδάνεια (που άνθησαν στις ανοδικές περιόδους του χρηματιστηρίου, για να μετατραπούν κατά την τεράστια πτώση, σε πραγματική λαιμητόμο), δεν είναι αυτό που θα φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Σε αντίθεση με τις θεσμικές αλλαγές σε επίπεδο τραπεζικής δεοντολογίας, ενίσχυσης του κώδικα χορηγήσεων, αλλά και της ανεξαρτησίας των διάφορων επιτροπών ελέγχου, μέσα στα τραπεζικά ιδρύματα, όπως επίσης και των ίδιων των συστημάτων παρακολούθησης του κινδύνου και credit scoring. Αλλαγές που τουλάχιστον ως ένα βαθμό ήδη υλοποιούνται.
Διότι αν σε μια περίοδο που πρέπει να ενισχυθεί η ανάπτυξη, ο επιβεβλημένος έλεγχος πεπραγμένων στο τραπεζικό σύστημα μεταβληθεί σε «κυνήγι μαγισσών» (όπως πολλοί ήδη φοβούνται), τότε παραφράζοντας μια αγγλοσαξονική ρήση, κινδυνεύουμε «να πετάξουμε το μωρό μαζί με τα απόνερα της μπουγάδας»!