Η Ελλάδα, μαζί με την Τουρκία και την Ιταλία συγκαταλέγονται ανάμεσα στις χώρες που διαθέτουν τα πλέον περίπλοκα φορολογικά συστήματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Προφανώς για όσους έχουν οποιαδήποτε επαγγελματική ενασχόληση ή έστω κάποια ελάχιστη περιουσία, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί είδηση.
Όπως, υποθέτω, δεν αποτέλεσε είδηση και η υπό εξέλιξη έρευνα του Παρατηρητηρίου για τη Σκιώδη Οικονομία, σύμφωνα με την οποία, η σκιώδης (δηλαδή η… μαύρη) Οικονομία όχι μόνον εξακολουθεί να αποτελεί περίπου το 25% του επίσημου ΑΕΠ αλλά βαίνει αυξανόμενη!
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι περίπου 45 δισ. ευρώ εξακολουθούν να κινούνται στο περιθώριο της φορολογούμενης οικονομικής δραστηριότητας κι ότι τα έσοδα του κράτους είναι αντιστοίχως μειωμένα, ή, αν το δούμε από άλλη οπτική γωνία, ότι με το ποσό των φόρων που θα αναλογούσε σε αυτή τη «σκιώδη» δραστηριότητα επιβαρύνονται συνολικά οι νομοταγείς φορολογούμενοι.
Στην Ελλάδα, έχουμε λοιπόν τα χειρότερα δύο «κόσμων».
Από τη μία, έχουμε ένα φορολογικό σύστημα που αποθαρρύνει, μέσω της πολυπλοκότητας και των υπερβολικών επιβαρύνσεων, την οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις. Κι από την άλλη, μια τεράστια κοινωνική και οικονομική αδικία, καθώς προφανέστατα κάποιοι γλιτώνουν τους φόρους εις βάρος κάποιων άλλων!
Η αδικία, δε, συνεχίζει να υφίσταται, σε συλλογικό επίπεδο τουλάχιστον, ακόμη κι όταν πολίτες που κανονικά είναι νομοταγείς (έστω θέλοντας και μη, όπως π.χ. οι μισθωτοί) συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή εκούσια, για λόγους περιορισμού των δαπανών, όπως π.χ. συμβαίνει κατά κόρον με τις υπηρεσίες διαφόρων ελεύθερων επαγγελματιών.
Διότι όλο αυτό το δούναι και λαβείν, με το «θέλεις απόδειξη ή όχι», καταλήγει για τον πελάτη στην αποφυγή του ΦΠΑ. Για τον παρέχοντα την υπηρεσία, όμως, σημαίνει ότι πέραν του ότι δεν θα πληρώσει τον ΦΠΑ που δεν εισέπραξε, απολαμβάνει το σχετικό εισόδημα χωρίς καμία φορολογική επιβάρυνση, η οποία μάλιστα μεγαλώνει κλιμακωτά, άρα όσο πιο πολύ το κάνει, τόσο πιο μεγάλο είναι και το όφελος που απολαμβάνει!
Πολλές φορές όμως η συμμετοχή στη φοροδιαφυγή είναι και ακούσια, όπως συμβαίνει για παράδειγμα κατά κόρον σε διάφορες δραστηριότητες της παραλίας, (ομπρέλες, θαλάσσια σπoρ κ.λπ.) ανά την Ελλάδα, ακόμη και στα πιο τουριστικά νησιά.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι καθόλου παράξενο ότι οι δανειστές μας συνεχίζουν να επιμένουν μετά μανίας στο θέμα του φορολογικού συστήματος γενικά και της φοροδιαφυγής ειδικότερα. Υπάρχει πληθώρα λόγων για κάτι τέτοιο, ένας όμως που σπανίως αναφέρεται είναι ότι η «αποκάλυψη» της σκιώδους δραστηριότητας και η ένταξή της στα δεδομένα που συμπεριλαμβάνει το ΑΕΠ θα οδηγούσε σε αύξησή του, άρα και σε βελτίωση της σχέσης μεταξύ ΑΕΠ και χρέους, ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε τα δημόσια οικονομικά στο σκέλος των εσόδων, απ' όπου είναι προφανές ότι κάθε χρόνο χάνονται δισεκατομμύρια.
Τέλος, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του πληθυσμού, είτε πρόκειται για αυτόχθονες, είτε για μετανάστες, υπό τις παρούσες συνθήκες, «βουλιάζει» ολοένα και περισσότερο στη σκιώδη οικονομία. Πληρώνεται με «μαύρα», ζει και ξοδεύει «μαύρα» και εθίζεται στην ύπαρξή του στο περιθώριο της κανονικής οικονομικής ζωής.
Όπως συμβαίνει π.χ. με πληθώρα ανθρώπων που είναι καταγεγραμμένοι ως άνεργοι, πλην όμως εργάζονται σε αυτή τη σκιώδη οικονομία. Είτε διότι δουλεύουν σε κάποιον τρίτο χωρίς δήλωση και ασφάλιση, είτε επειδή απαρνήθηκαν τη δηλωμένη ελεύθερη εργασία και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σπίτι τους είτε στα σπίτια πελατών, όπως συμβαίνει με τις υπηρεσίες κομμωτικής και άλλα συναφή επαγγέλματα.
Η λύση σε αυτή την εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση δεν είναι βεβαίως καθόλου απλή. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι στημένο πάνω σε έναν ατελείωτο δαίδαλο νόμων, διατάξεων και εγκυκλίων, που δημιουργήθηκε από δεκάδες χρόνια αναποτελεσματικής γραφειοκρατίας.
Θα ήταν υποκριτικό όμως, να μη σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Έλληνας, λειτουργώντας μέσα σε αυτό το σύστημα, έχει καλλιεργήσει μια κουλτούρα φοροαποφυγής, που έχει φτάσει σε πολλές περιπτώσεις να αποκτά χαρακτήρα… ιδεολογίας, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει και η έρευνα που προαναφέραμε.
Εν ολίγοις, στον φορολογικό τομέα χρειάζεται μια πραγματική «επανάσταση», τόσο σε ό,τι αφορά την απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και την εφαρμογή του (όπως επισημαίνεται και στην έρευνα, ένας από τους κύριους παράγοντες που αυξάνουν τη ροπή προς τη φοροδιαφυγή είναι η έλλειψη ελέγχων και τα χαμηλά πρόστιμα), όσο και στη συστηματική καλλιέργεια μιας νέας φορολογικής συνείδησης στην κοινή γνώμη.
Προς την κατεύθυνση αυτή, βασικά στοιχεία θα μπορούσε να αντλήσει η χώρα μας και από την εμπειρία τρίτων χωρών, που κατόρθωσαν να μειώσουν τέτοια φαινόμενα. Ωστόσο, παρά τις κατά καιρούς εντυπωσιακές πομφόλυγες και τα δημοσιεύματα για περιπτώσεις «τρανταχτής» φοροδιαφυγής που «συνελήφθη», πολύ λίγα έχουν γίνει έως τώρα στους τρεις τομείς που προαναφέρθηκαν.
Προφανώς γιατί ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει η αντίστοιχη «πολιτική βούληση»...