Στο προηγούμενο σχόλιο εκφράσαμε την άποψη ότι είναι πολύ πιθανό να «ξύνουμε τον πάτο του βαρελιού της οικονομικής κρίσης», στο οποίο έχει πέσει η χώρα τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Στην εβδομάδα που μεσολάβησε, έγινε άμεσα ορατό ότι έχει υπάρξει μια αλλαγή ψυχολογίας τόσο στην αγορά ομολόγων όσο και στο Χρηματιστήριο, ενώ αισιόδοξες δηλώσεις που καταδεικνύουν την αλλαγή κλίματος που έχει ξεκινήσει, έγιναν και από αρκετούς επιχειρηματίες.
Με άλλα λόγια, είναι προφανές ότι υπάρχει μια μεταστροφή προς θετικές προσδοκίες, καθώς «η αγορά», τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αρχίζει να προεξοφλεί εξελίξεις στο θέμα του χρέους και της ένταξης των ομολόγων της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε ό,τι αφορά δε το χρέος, είτε δοθεί μια «διαρκής και μόνιμη» λύση, είτε δοθεί απλώς μια προσωρινή «λύση» που να επιτρέπει στον κ. Ντράγκι να θεωρήσει το χρέος βιώσιμο και να εντάξει την Ελλάδα στο QE, η διαφορά σε αυτή τη φάση θα είναι μικρή.
Εφόσον λάβουν σάρκα και οστά τα παραπάνω, η θετική κίνηση στις αγορές ελληνικών μετοχών θα έχει συνέχεια και το λεγόμενο «ρίσκο χώρας» θα μειωθεί περαιτέρω αισθητά. Αυτό, με τη σειρά του, υπολογίζεται ότι θα επιτρέψει την προσέλκυση και νέων άμεσων επενδύσεων, δίνοντας ώθηση στα μεγέθη της οικονομίας.
Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία είναι σαν ελατήριο που έχει συμπιεστεί επί χρόνια, εάν δεν υπάρξουν άλλοι απρόβλεπτοι σήμερα παράγοντες, είναι περίπου βέβαιο ότι θα υπάρξει θετική «αντίδραση», ακόμη κι αν η κυβέρνηση δεν κάνει σχεδόν τίποτε για να την ενισχύσει. Αρκεί απλώς να μην την… υποσκάψει!
Ωστόσο αντίδραση δεν σημαίνει και ανάπτυξη, παρά μόνον αν η ανοδική τάση στις επενδύσεις, στην απασχόληση, στην οικονομική δραστηριότητα, αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και αρχίσει να διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.
Προκειμένου δε να συμβεί αυτό, θα πρέπει να ανασκουμπωθούν τόσο η κυβέρνηση όσο και οι παραγωγικές τάξεις, ώστε να ενισχύσουν την τάση αλλά και να εκπονήσουν, έστω και τώρα, ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, με επίσης μόνιμα χαρακτηριστικά.
Και το κυριότερο, που αφορά πρωτίστως στην κυβέρνηση, να εμπεδωθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σταθερότητας, ιδίως στο τραπεζικό σύστημα, που αποτελεί ακόμη και σήμερα έναν από τους αδύναμους κρίκους της ελληνικής οικονομίας.
Μόνον έτσι θα μπορέσει να συντελεστεί μία από τις πλέον βασικές προϋποθέσεις για μονιμότερη ανάπτυξη, δηλαδή η επιστροφή μέρους των τεράστιων ελληνικών καταθέσεων που λιμνάζουν σήμερα με ελάχιστες αποδόσεις στο εξωτερικό.
Και μόνο σε ένα τέτοιο οργανωμένο πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά η επίλυση του επίσης τεράστιου θέματος των κόκκινων δανείων, που συν τοις άλλοις θα επιφέρει σημαντικές αναδιατάξεις στο ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο.
Αν δεν συμβούν τα παραπάνω, η αντίδραση θα σβήσει και τα όποια οφέλη της δεν θα γίνουν ποτέ αντιληπτά από την ευρύτερη κοινωνία, που ούτως ή άλλως αργεί συγκριτικά να νιώσει τα οφέλη από την ευημερία των αριθμών στην… τσέπη της.
Κατά συνέπεια, αν η σημερινή κυβέρνηση θέλει να έχει κάποιες πιθανότητες στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την αναπτυξιακή διαδικασία, αρχής γενομένης… «εδώ και τώρα», καθώς ο μέγιστος χρόνος που έχει στη διάθεσή της είναι περίπου 2 χρόνια.