Είναι κοινό μυστικό ότι ο τουρισμός είναι ο τομέας που παρουσιάζει την πιο σημαντική -και οικονομικά ουσιαστική για το ΑΕΠ- άνοδο στα χρόνια της κρίσης. Άνοδο που διαχέεται και σε πλήθος άλλων τομέων της οικονομίας, αυξάνοντας τη ζήτηση για αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, καθώς και για διαφόρων ειδών υπηρεσίες. Για φέτος δε, αναμένεται νέο ρεκόρ αφίξεων, καθώς οι προκρατήσεις κινήθηκαν σε εντυπωσιακά επίπεδα. Σε σημείο που ορισμένες μονάδες έχουν ήδη σχεδόν «κλείσει» τη δυναμικότητά τους.
Μέσα στο πλαίσιο αυτών των «καλών νέων» έχει όμως νόημα να θέσουμε μερικά καίρια ερωτήματα:
1. Σε ποιο βαθμό η αύξηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι διάφορες χώρες στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου πλήττονται από δυσμενή γεγονότα που συμβαίνουν στο έδαφός τους, περιλαμβανομένης και της Τουρκίας;
2. Πόσο κοντά είμαστε στην «οροφή» της ικανότητας υποδοχής τουριστών βραχυμεσοπρόθεσμα, ακόμη κι αν συνεχιστούν οι ευνοϊκές -για την ελληνικό τουρισμό- καταστάσεις στην ευρύτερη περιοχή;
3. Ποιες ενέργειες έχουν γίνει προκειμένου να μεγαλώσει η «σεζόν», που για πολλές περιοχές της χώρας μας περιορίζεται σε 3-4 μήνες;
4. Πώς θα προσελκύσουμε τουρισμό υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου, προκειμένου να βελτιωθεί η «μετατροπή» των αφίξεων σε τουριστική δαπάνη;
Χωρίς να μακρηγορήσουμε, ως ένα βαθμό η αύξηση στην τουριστική κίνηση οφείλεται στα βάσανα των γειτονικών περιοχών, που αναδεικνύουν την ελκυστικότητα της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή. Κι ένα μεγάλο κίνητρο είναι οι φτηνότερες τιμές (με εξαίρεση πολύ συγκεκριμένα νησιά), σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Γι' αυτό και το «μέσο έσοδο» ανά τουρίστα δεν έχει αυξηθεί ανάλογα με την αύξηση των αφίξεων.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι σταδιακά πλησιάζουμε το «ταβάνι» της δυνατότητας φιλοξενίας, γεγονός που θα έπρεπε να οδηγήσει σε συστηματική προσπάθεια επιμήκυνσης της τουριστικής σεζόν. Σημαίνει επίσης ότι μπορεί να προσελκύουμε πολύ περισσότερους επισκέπτες, πλην όμως δεν έχουμε καταφέρει (πάλι με εξαίρεση ορισμένα πολύ συγκεκριμένα νησιά) να αυξήσουμε το εισοδηματικό τους επίπεδο, γεγονός που προφανέστατα συνδέεται με την ύπαρξη αντίστοιχων υποδομών, σε ό,τι αφορά όχι μόνο τα καταλύματα αλλά και τις διαθέσιμες «παροχές» στη γύρω περιοχή.
Έννοιες όπως ο θεματικός και ο συνεδριακός τουρισμός παραμένουν σε εμβρυακή μορφή στη χώρα μας, αποτελώντας μία εν πολλοίς ανεκμετάλλευτη πηγή πλούτου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε θέματα οργάνωσης και εξυπηρέτησης του «πελάτη», συχνά ακόμη και σε θέματα στοιχειώδους ευγένειας, είμαστε πολλά χιλιόμετρα πίσω από τον ανταγωνισμό, ακόμη κι όταν συγκρίνονται «πεντάστερα» ξενοδοχεία.
Όσο για το περίφημο θέμα των γενικότερων υποδομών, καλύτερα να μην το συζητήσουμε. Είτε πρόκειται για οργανωμένη οικιστική και πολεοδομική πολιτική, είτε για την οργάνωση και υλοποίηση επενδύσεων με βάση έναν γενικότερο σχεδιασμό, οι ελλείψεις είναι τεράστιες.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η δρομολόγηση μεγάλων τουριστικών επενδύσεων γίνεται με καθυστερήσεις που φαντάζουν απίστευτες. Το περίφημο «Κόστα Ναβαρίνο», η μεγάλη επένδυση του εφοπλιστή Κωνσταντακόπουλου στη Μεσσηνία, χρειάστηκε περίπου τρεις δεκαετίες για να ολοκληρωθεί, εξαιτίας διαφόρων γραφειοκρατικών εμποδίων. Άλλο τόσο σχεδόν περιμένουν τις αδειοδοτήσεις και τις δικαστικές αποφάσεις οι Βρετανοί επενδυτές του «Κάβο Σίδερο» στη Σητεία της Κρήτης. Το ρεκόρ βέβαια πρέπει να το έχει -κατά διαβολική σύμπτωση- η έκταση της… Αφάντου στη Ρόδο, η οποία «αξιοποιείται», χωρίς να αξιοποιηθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του… 1970!
Ακόμη όμως και το πιο σημαντικό «θέμα» της χώρας μας, πέρα από την ήλιο, τον ουρανό και τη θάλασσα, τα αρχαιολογικά μνημεία, παραμένουν στην πράξη αναξιοποίητα, στις περισσότερες περιοχές της χώρας, είτε παρουσιάζοντας θλιβερή εικόνα, συχνά πλήρους εγκατάλειψης, είτε λειτουργώντας με ελλιπές προσωπικό, εντελώς ανεκπαίδευτο στα του τουρισμού και ωράρια που συχνά θυμίζουν τις χειρότερες περιόδους των δημόσιων υπηρεσιών.
Εν ολίγοις, ο ελληνικός τουρισμός εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να μεγαλουργεί όχι τόσο διότι «εμείς», δηλαδή το κράτος, οι Δήμοι και ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας, εντέλει, έχουμε κάνει όσα θα έπρεπε να κάνουμε, αλλά ως… «Θείο Δώρο».
Η «βιομηχανική» αντίληψη, το οργανωμένο σχέδιο, το «όραμα», πάσχει και στον χώρο του τουρισμού, υπέρ της συνηθισμένης ελληνικής νοοτροπίας της… αρπαχτής. Γεγονός που αποτυπώνεται άλλωστε στο ύψος των χρεών που έχουν οι περισσότερες μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας, ακόμη και μετά από αρκετά χρόνια αυξημένης ζήτησης.