Παρότι στο προσκήνιο της επικαιρότητας βρέθηκαν αμιγώς εσωτερικά θέματα όπως η ΔΕΘ και οι άδειες για τα κανάλια, το σημαντικότερο γεγονός των ημερών ήταν, κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος, η «Μεσογειακή» Σύνοδος της Αθήνας.
Μια σύνοδος που μπορεί να κυριαρχήθηκε από σοσιαλιστές πρωθυπουργούς, πλην όμως έγινε με τη συμμετοχή της Κύπρου αλλά και της Ισπανίας, που συνυπέγραψαν τη διακήρυξη.
Από μια απλή ματιά στο κείμενο αυτό προκύπτει ότι θίγονται τα τρία πιο σημαντικά θέματα για τις χώρες του Ευρωπαϊκου Νότου (σ.σ. είναι ίσως χαρακτηριστικό για το τι αφορούσε πραγματικά η σύνοδος, το γεγονός ότι η Πορτογαλία δεν βρέχεται από τη Μεσόγειο, είναι όμως χώρα του Ευρωπαϊκού Νότου), το προσφυγικό, η ασφυκτική λιτότητα και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τον Βορρά και το γενικότερο ζήτημα της ασφάλειας, σε σχέση με τα τεκταινόμενα στη Βόρειο Αφρική και στη Μέση Ανατολή.
Χαρακτηριστική της επιτυχίας της συνόδου (κυρίως λόγω της ενεργούς συμμετοχής της Γαλλίας, διά της παρουσίας του πρωθυπουργού Ολάντ) είναι οι δηλώσεις που έκανε στη συνέχεια ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Επιτέλους ο Ολάντ είναι μαζί μας, ξεπέρασε την αναποφασιστικότητα. Τώρα είμαστε πολλοί, μπορούμε να κινητοποιηθούμε», για να προσθέσει ότι επιτέλους το Παρίσι υπέγραψε μια διακήρυξη η οποία συμπίπτει με τις πολιτικές οι οποίες προωθούν η Ιταλία και οι άλλες πέντε χώρες που συναντήθηκαν στην Αθήνα.
Παράλληλα, συνομιλώντας με τους δημοσιογράφους, τόνισε: «Τώρα είμαστε πολλοί και μπορούμε να ενοχλήσουμε». Για τον λόγο αυτό, είναι πεπεισμένος ότι «στο μέλλον, οι συσχετισμοί δυνάμεων πρόκειται να αλλάξουν».
Η επιτυχία της συγκεκριμένης συνόδου δεν αποτελεί απλά μια εξωτερική επιτυχία για τον Έλληνα πρωθυπουργό, σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο. Την πλήρη συνειδητοποίηση από την πλευρά της κυβέρνησης ότι η προσπάθεια αλλαγών προς όφελος της χώρας, στην κατεύθυνση μια πιο φιλολαϊκής πολιτικής (που αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωσή της), αλλά και η σταθερότητα και η ασφάλεια της ίδιας της χώρας, περνά αποκλειστικά μέσα από τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων, εντός τη Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Τυχόν μεμονωμένες ενέργειες και «αντάρτικα», ελάχιστο αποτέλεσμα μπορούν να επιφέρουν, όπως φάνηκε πεντακάθαρα στη διάρκεια του οδυνηρού 2015.
Σημαίνει αυτό ότι μια σύνοδος όπως αυτή των Αθηνών μπορεί να αλλάξει την υφιστάμενη κατάσταση; Ασφαλώς και όχι, ωστόσο το γεγονός ότι για πρώτη φορά οι χώρες του Νότου -και μαζί με αυτές η Γαλλία, o ένας από τους δύο άξονες στους οποίους στηρίζεται ολόκληρη η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης- αποκτούν ενιαία φωνή είναι ασφαλώς ένα πρώτο μεγάλο πολιτικό βήμα.
Πρόκειται δε για εξέλιξη η οποία θα είναι χρήσιμη όχι μόνο στις διεργασίες του επόμενου διαστήματος, είτε αυτές αφορούν στην προώθηση της περαιτέρω ενοποίησης, είτε στην αντιμετώπιση του προσφυγικού, αλλά και στο ενδεχόμενο ενίσχυσης τυχόν διασπαστικών κινήσεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφιβολία το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης, αποτελώντας μια πλατφόρμα για κοινή δράση μεταξύ των χωρών του Νότου.
Με δύο λόγια, η πραγματοποίηση της συνόδου σηματοδοτεί και την πλήρη αποδοχή της πραγματικότητας από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, σε ό,τι αφορά στα όρια που θέτουν οι διεθνείς οικονομικοί και πολιτικοί συσχετισμοί, αλλά και την έναρξη μιας οργανωμένης προσπάθειας από την πλευρά των χωρών του Νότου συνολικά για τη σταδιακή μεταβολή αυτών των συσχετισμών προς όφελος και της Ελλάδος, ως ενός από τα βασικότερα θύματα της εξτρεμιστικής πολιτικής λιτότητας και περικοπών, αλλά και ως απώτερου συνόρου της Ευρώπης, σε έναν εξαιρετικά ταραγμένο γεωγραφικό χώρο.
Αν πρόκειται να αλλάξουν κάποια πράγματα στις πολιτικές που σήμερα «πνίγουν» την Ελλάδα και εντείνουν σε ολόκληρη την Ευρώπη (και όχι μόνο εκεί αλλά και συνολικά στη Δύση) την απαξίωση των συστημικών κομμάτων και του «κατεστημένου» προς όφελος διάφορων εξτρεμιστικών και λαϊκιστικών τάσεων, αυτό θα συμβεί μέσα από αλλαγές στους διεθνείς συσχετισμούς στην Ευρώπη και συνολικά στη Δύση, κι από την παρουσίαση πειστικών εναλλακτικών λύσεων.
Αλλαγών που σε μεγάλο βαθμό δεν εξαρτώνται από καθαρά πολιτικά πρόσημα, τύπου Αριστεράς-Δεξιάς, αλλά περισσότερο από την έγκαιρη συνειδητοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών μεταβολών που επιφέρουν οι σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες συνθήκες, στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων κοινωνιών.
Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, η σύνοδος αυτή θα έπρεπε να υποσκιάσει όχι μόνο τις… πατροπαράδοτες εξαγγελίες κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πλαίσιο της ΔΕΘ (καθώς πλέον όποιος έχει έστω και ελάχιστη νοημοσύνη αντιλαμβάνεται τα ασφυκτικά πλαίσια που υπάρχουν για οποιαδήποτε κυβέρνηση, από τις προκαθορισμένες πολιτικές των δανειστών μας) αλλά και τον «καβγά» για το πάπλωμα των καναλαρχών.
Το γεγονός ότι δεν συνέβη, δείχνει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη, ώσπου να καταλάβουμε όχι απλά τα αίτια των δεινών μας αλλά και τους πραγματικούς δρόμους για τη θεραπεία τους.
ΥΓ: Με το ίδιο πρίσμα θα πρέπει να ιδωθούν και οι οξύτατες αντιδράσεις από τη γερμανική πλευρά, που σηματοδοτήθηκαν όχι μόνο από το απαξιωτικό «χιούμορ» του κ. Σόιμπλε, όσο και από τις δηλώσεις Βέμπερ εναντίον Ολάντ, Ρέντσι και Τσίπρα.