Τις προάλλες, ο υπουργός Aνάπτυξης Γιώργος Σταθάκης μάς πληροφόρησε ότι οι οφειλές προς το Δημόσιο δεν είναι πάνω από 80 δισ. ευρώ, όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία, αλλά περίπου 15 δισ. ευρώ.
Παρότι είναι ακριβές ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος από αυτές τις εμφανιζόμενες οφειλές, είτε ανήκουν σε εταιρίες και φυσικά πρόσωπα που έχουν εκλείψει εδώ και δεκαετίες, είτε αφορούν ιλιγγιώδη πρόστιμα και προσαυξήσεις που δεν μπορούν να καλυφθούν, το πώς κατέληξε στο αυτό το νούμερο απέφυγε να μας το πει.
Μάλλον διότι και αυτό είναι… «προσεγγιστικό» κι όχι αποτέλεσμα μιας εμπεριστατωμένης μελέτης περί του ποια υπόλοιπα είναι εισπράξιμα και ποια όχι, όπως έσπευσε να σημειώσει και ο αρθρογράφος του Euro2day.gr Νίκος Δρόσος, παρουσιάζοντας μια σειρά στοιχείων που αμφισβητούν το νούμερο του κ. Σταθάκη.
Ομοίως πλασματικά και «προσεγγιστικά» είναι βεβαίως στην πράξη και τα επίσημα στοιχεία για την ανεργία. Κι όχι απαραίτητα προς τα πάνω, διότι είναι γνωστό στην αγορά πώς και με ποιους τρόπους έχει θεριέψει η μαύρη εργασία, όπως είναι επίσης γνωστό ότι στην Ελλάδα του 2016, στην Ελλάδα της κρίσης, πολλές «βαριές» δουλειές εξακολουθούν να γίνονται από -λαθραίους και μη- μετανάστες, ακριβώς επειδή οι «γηγενείς» αρνούνται να τις κάνουν.
Αντίστοιχα αναξιόπιστα είναι επίσης, όπως έχει παρουσιαστεί και σε προηγούμενο άρθρο, τα στοιχεία εισοδήματος όπως αυτά προκύπτουν από τις φορολογικές δηλώσεις, μια και είναι αδύνατο τεράστια ποσοστά των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών να ζουν με εισοδήματα της τάξεως των… 120 και 130 ευρώ τον μήνα!
Στα παραπάνω παραδείγματα, θα μπορούσαν να προστεθούν και δεκάδες άλλες «στατιστικές», που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων συχνά είναι οι πλημμελείς διαδικασίες συλλογής στοιχείων, η έλλειψη σχετικής μηχανογραφικής υποδομής και οι διαφόρων ειδών «ελληνικές ιδιαιτερότητες».
Το ερώτημα που προκύπτει από όλα αυτά είναι πώς μπορεί να σχεδιαστεί αποτελεσματική οικονομική πολιτική, όταν το υπόβαθρο στο οποίο αναγκαστικά πρέπει να στηριχθεί, τα στοιχεία δηλαδή που αποτυπώνουν, υποτίθεται, την υφιστάμενη κατάσταση και τις «τάσεις» είναι τόσο σαθρά.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι απλή: Οποιοδήποτε μοντέλο και να χρησιμοποιήσεις, αν βάλεις λάθος στοιχεία, θα πάρεις και λάθος αποτέλεσμα.
Επί πολλά χρόνια, το ζήτημα ουδόλως απασχολούσε την ελληνική πολιτική, καθώς έτσι κι αλλιώς οι πολιτικές ήταν είτε εξαρχής σχεδιασμένες στο «γόνατο», με άλλου είδους κριτήρια (πολιτικού οφέλους), είτε ήταν αποσπασματικές, βραχυχρόνιες και μεταβαλλόμενες, όχι απλά με κάθε εναλλαγή κυβέρνησης αλλά και σε κάθε αλλαγή υπουργικής ηγεσίας.
Το περίεργο είναι ότι η κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει ούτε και σήμερα, με τη χώρα σε βαθιά κρίση και τους εταίρους να έχουν, υποτίθεται, γνώση και εποπτεία των προβλημάτων.
Προφανώς υπάρχουν μεγάλες αιτιάσεις από την πλευρά τους (τα όσα μας καταμαρτυρούν για παράδειγμα, σε σχέση με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, προφανώς συνδέονται με τις «μαγικές εικόνες» των φορολογικών δηλώσεων που έχουμε περιγράψει).
Ωστόσο σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, δεν βλέπουμε τις αιτιάσεις να μεταφράζονται σε «προαπαιτούμενα» για την επόμενη ή τη μεθεπόμενη δόση.
Δεν είδαμε ως σήμερα ουσιαστικές κινήσεις για το ξεκαθάρισμα των υπολοίπων που φαίνεται να οφείλονται στο Δημόσιο, ούτε τη δημιουργία μιας υποδομής για την είσπραξή τους, εφόσον δύνανται να εισπραχθούν.
Ίσως αυτό να οφείλεται στη διάθεσή τους να «βγαίνουν» τα νούμερα, ανεξάρτητα από το πώς θα προκύψουν τα έσοδα και οι περικοπές. Αν είναι έτσι, αποδεικνύονται εξίσου κοντόφθαλμοι με τους εγχώριους συνομιλητές τους.
Φανταστείτε μια επιχείρηση που δεν έχει την υποδομή να εκτιμήσει ποιες είναι οι ανείσπρακτες απαιτήσεις της, δεν γνωρίζει τη σύνθεση των πελατών της, ούτε και με τι περιθώριο κέρδους πουλάει τα προϊόντα της. Θα μπορούσε μια εταιρία με αυτά τα χαρακτηριστικά να αναπτυχθεί; Πιθανόν, σε μια περίοδο παχέων αγελάδων, κι αν είχε ένα προϊόν ιδιαίτερα ελκυστικό, που «πουλάει μόνο του».
Στην πρώτη δυσκολία όμως όλα αυτά τα μειονεκτήματα θα φανούν, κι αν βρεθεί σε κρίση, θα χάσει τον έλεγχο. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις, που έδωσαν έμφαση στις «πωλήσεις» αλλά όχι στο «λογιστήριο», υπήρξαν πολλές στην Ελλάδα. Οι περισσότερες έχουν εκλείψει από καιρό.
Και δυστυχώς, στο συγκεκριμένο θέμα, οι χώρες δεν διαφέρουν πολύ από τις επιχειρήσεις…
* Μουσαντό, μουσαντένιο: Ψεύτικο, "πέτσινο", έκφραση της αργκό που χρησιμοποιείται συχνά στην ποδοσφαιρική ορολογία (το πέναλτι ήταν μουσαντένιο) και όχι μόνον. Μάλλον έχει τη ρίζα της στο περισσότερο γνωστό "μούσι" (ψέμα).