Καθώς όλα φαίνονται να βαίνουν καλώς σε ό,τι αφορά στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, το βλέμμα της αγοράς στρέφεται προς την επόμενη μέρα.
Θα πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις της κυβέρνησης για αναπτυξιακή πολιτική γραμμή; Θα προωθηθούν με ταχύτητα ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις; Θα έλθουν σημαντικές ξένες επενδύσεις; Θα υπάρξει κάποια, μικρή έστω, εισροή καταθέσεων; Θα ανοίξουν, έστω και λίγο, οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης;
Και εντέλει, θα μπορέσει η αλλαγή κλίματος να αναιρέσει τα σοβαρά πλήγματα που προκαλεί η υπερφορολόγηση όχι μόνον στην παραγωγή αλλά και στην εσωτερική κατανάλωση;
Χωρίς ίχνος καταστροφολογίας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πλειονότητά του ο επιχειρηματικός κόσμος ελπίζει μεν, αλλά είναι εξαιρετικά επιφυλακτικός. Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι όπως παραδέχονται πλέον οι πάντες, η οικονομία εξαρτάται σοβαρά από την ψυχολογία.
Από πού πηγάζει όμως αυτή η επιφυλακτικότητα; Αναντίρρητα σχετίζεται κατ' αρχάς με τη μέχρι τώρα «εμπειρία» από τους χειρισμούς της κυβέρνησης σε θέματα ανάπτυξης ειδικότερα και οικονομίας γενικότερα.
Διότι ελάχιστες ενδείξεις έχουν υπάρξει ως τώρα ότι η κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει σε δημιουργικές τομές, ή ότι έχει ενσκήψει στην πληθώρα υπαρκτών προβλημάτων που βαρύνουν τον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχουν κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις (η σημαντική αύξηση στην ταχύτητα απορρόφησης των ΕΣΠΑ αποτελεί μία από αυτές), αλλά με έναν δύο… κούκους δεν έρχεται η άνοιξη.
Σημαντικά παράπονα υπάρχουν στην αγορά για εν ενεργεία ανώτερα στελέχη της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού, που είτε δε «προκάνουν», είτε απλά δεν… κάνουν για τη θέση που κατέχουν!
Ορισμένοι μάλιστα υπουργοί φαίνεται να έχουν πληθώρα ελεύθερου χρόνου, ή να ασχολούνται με «αμιγώς πολιτικά» θέματα, διατεινόμενοι ευθαρσώς (σε ιδιωτικές συνομιλίες) ότι έχουν αναθέσει σε στελέχη τη «διεκπεραίωση» των «πρακτικών» θεμάτων του υπουργείου τους, ενώ άλλοι εμφανίζονται όχι απλά να μην ξέρουν αλλά και να μη… μαθαίνουν, καθώς οι μήνες περνούν.
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός, στην πρόσφατη δημόσια ομιλία του ενώπιον του υπουργικού συμβουλίου, ανέφερε ότι πρέπει να ξεκινήσει σκληρή δουλειά για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία και ότι η έμφαση πρέπει να περάσει από το υπουργείο Οικονομικών (κυρίως αρμόδιο για τη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές) στο Οικονομίας, που είναι κατ' εξοχήν υπεύθυνο για την αναπτυξιακή πολιτική.
Διότι, πέρα από τις όποιες θετικές επιπτώσεις που θα έχει η αποσυμπίεση του ελατηρίου της οικονομίας, που πέρασε διά πυρός και σιδήρου τους τελευταίους 18 μήνες (αλλά και τα προηγούμενα 6 χρόνια συνολικά), η διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση.
Πρωτίστως διότι σε πολύ μεγάλο βαθμό, η οικονομία παραμένει γαντζωμένη στο ξεπερασμένο μοντέλο των δημόσιων επενδύσεων και της υψηλής εσωτερικής κατανάλωσης, παρότι αμφότεροι οι πυλώνες αυτού του μοντέλου ξεθεμελιώθηκαν στο πλαίσιο της κρίσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξαγωγές έχουν μεν κινηθεί αυξητικά, αλλά δεν παρουσιάζουν τους ισχυρούς ρυθμούς που ίσως αναμένονταν μετά τη σημαντική μείωση του εργατικού κόστους. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στη φορολογική πολιτική. Υπάρχουν και άλλοι σοβαροί παράγοντες, όπως το μικρό μέγεθος, η έλλειψη οργάνωσης, το υψηλό κόστος χρήματος, καθώς και η ευρύτερη διεθνής συγκυρία.
Το κρίσιμο λοιπόν ερώτημα, δεδομένης της περιόδου σχεδόν απόλυτης στενότητας πόρων, είναι «πώς, πού και με ποιους» θα ενισχυθεί η ανάπτυξη. Ποιο είναι το «συνεκτικό» σχέδιο;
Για να δοθούν απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί κατ' αρχάς το «πού». Ποιοι είναι εκείνοι οι τομείς στους οποίους η Ελλάδα έχει, ή μπορεί ρεαλιστικά να έχει, «ανταγωνιστικό» πλεονέκτημα, αλλά και εκείνοι οι τομείς υποδομών που είναι απαραίτητοι διότι δημιουργούν το αναγκαίο υπόβαθρο για τη λειτουργία των αμιγώς παραγωγικών κλάδων.
Το «πώς» δεν μπορεί παρά να απαντηθεί μέσα από τη συγκρότηση του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, που θα ενισχύσει την ανάπτυξη των συγκεκριμένων τομέων, με τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό. Ένα συγκροτημένο πλαίσιο, που θα αφορά από θέματα αδειοδότησης και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας, έως την παροχή κινήτρων και τη χωροταξία.
Το «με ποιους» θα κρίνει όλα τα υπόλοιπα. Είναι προφανές ότι ειδικά στη σημερινή συγκυρία, με το πρόγραμμα δημοσίων δαπανών και επενδύσεων άγρια κουτσουρεμένο, πέρα από οποιεσδήποτε ιδεολογικές προσεγγίσεις, είναι απολύτως αναγκαία η δραστηριοποίηση του ελληνικού και του διεθνούς ιδιωτικού τομέα. Διότι πολύ απλά, για να θυμηθούμε παραλλαγμένη την περιβόητη πλέον ρήση του Γεωργίου Α. Παπανδρέου, «λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν» στον δημόσιο τομέα!
Κατά συνέπεια, θα πρέπει να υιοθετηθεί μια πολιτική διαφανούς προσέγγισης με τον ιδιωτικό τομέα, να ανοίξουν πλέρια οι γραμμές επικοινωνίας και να υπάρξει επιτέλους μια κοινή προσέγγιση μεταξύ των εκπροσώπων της πολιτείας και του επιχειρηματικού κόσμου, ώστε να εκπονηθεί και, το κυριότερο, να εφαρμοστεί ένα συγκροτημένο σχέδιο.
Το οποίο, για να είναι επιτυχημένο, θα πρέπει να στηριχθεί στη γνώση, την εμπειρία και τη θέληση για δράση ανοιχτόμυαλων ανθρώπων εκατέρωθεν, πρόθυμων να συμβιβαστούν δημιουργικά προς όφελος ενός κοινού σκοπού. Της παραγωγής περισσότερου πλούτου, προς όφελος και της κοινωνίας.
Εκτιμώ ότι στη σημερινή συγκυρία, το μεγαλύτερο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου είναι έτοιμο για αυτή τη διαδικασία. Για την ακρίβεια, την αποζητά, έχοντας δει τα τελευταία χρόνια «τον χάρο με τα μάτια του».
Το φλέγον ερώτημα είναι κατά πόσον είναι έτοιμη η πολιτεία να αλλάξει πρακτικές που, ασχέτως κυβερνήσεων, επικράτησαν ουσιαστικά επί δεκαετίες, καθιστώντας την υγιή επιχειρηματικότητα σχεδόν «παρία» της ελληνικής πραγματικότητας.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που η αγορά σχεδόν αδημονεί για έναν γενναίο ανασχηματισμό. Διότι αντιλαμβάνεται απολύτως ότι μια σειρά από πρόσωπα δεν έχουν τη θέληση ή/και την ικανότητα να σηκώσουν αυτό το βάρος.
Κι ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει γρήγορα, διότι ο χρόνος ΔΕΝ περισσεύει. Ο ανασχηματισμός πρέπει να γίνει πριν το καλοκαίρι, προκειμένου να αξιοποιηθεί και το θερινό διάστημα στην ενημέρωση των υπουργών και να υπάρξει δράση το συντομότερο δυνατόν.
Σε άλλη περίπτωση, το 2016 θα χαθεί, η οικονομία δεν πρόκειται να ορθοποδήσει και η επόμενη δέσμη υφεσιακών μέτρων θα βρεθεί στο κατώφλι της ελληνικής Βουλής, με βαρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.