Το πρόσφατο φιάσκο της ΟΝΝΕΔ απέδειξε περίτρανα τα εσωτερικά προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Νέα Δημοκρατία, παρά την επιφανειακή «συνένωση» κατόπιν της εκλογής νέου προέδρου του κόμματος.
Η ακαριαία και δυναμική αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει πως έχει αντιληφθεί ότι αν δεν κινηθεί με συγκεκριμένο τρόπο, κινδυνεύει να καταστεί αιχμάλωτος των εσωτερικών αντιθέσεων και ισορροπιών. Τούτο, όμως, ουδόλως προεξοφλεί το αποτέλεσμα της προσπάθειας που προφανώς θα καταβάλει, ώστε να κρατήσει πειστικά τα ηνία του κόμματος.
Παρατηρώντας όσα έχουν συμβεί στα μεγάλα, πολυσυλλεκτικά κόμματα της μεταπολίτευσης (δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ), δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτά μεσουράνησαν, ενόσω τα ηνία τους τα κρατούσε με σιδερένιο χέρι ο ίδιος ο ιδρυτής, δηλαδή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου αντίστοιχα.
Αντιθέτως, οι πολιτικοί τους επίγονοι βρέθηκαν να ασκούν εξουσία ισορροπώντας ανάμεσα σε «καπετανάτα». Αποδείχθηκαν δέσμιοι εσωτερικών συσχετισμών και αντιθέσεων, με κορυφαία ίσως παραδείγματα τόσο τον Κώστα Σημίτη, όσο και τον Κώστα Καραμανλή.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Μετά την αποχώρηση του ιδρυτή, ο οποίος για διάφορους λόγους ήταν σε θέση να ελέγχει πλήρως το κόμμα του, χωρίς ουσιαστική εσωτερική αμφισβήτηση (καθώς ήταν σχεδόν ταυτισμένο με την ύπαρξή του), οι επόμενοι ηγέτες εκλέγονται μέσα από διαδικασίες, το αποτέλεσμα των οποίων προκύπτει από εμφανείς και αφανείς συμμαχίες με άλλους ισχυρούς παράγοντες του κόμματος, τους ενίοτε αποκαλούμενους και «βαρόνους».
Προκειμένου εν συνεχεία να διατηρηθεί η ενότητα του πολυσυλλεκτικού κόμματος, δίδεται ανταμοιβή σε όσους στήριξαν τον νέο αρχηγό, αλλά και παραχωρήσεις (που θα σηματοδοτήσουν την ενότητα) σε εκείνους που δεν τον στήριξαν.
Και με αυτό τον τρόπο, ξεκινά η ατέρμονη διαδικασία της τήρησης εσωκομματικών ισορροπιών, καθιστώντας εξ αρχής προβληματική την πραγματοποίηση τομών και ρήξεων.
Διότι ο υποτίθεται πανταχόθεν αποδεκτός αρχηγός ελέγχει κατά ένα μέρος το κόμμα του. Στην πράξη, η εξουσία του πηγάζει από ένα εύπλαστο και συχνά μεταβαλλόμενο πλέγμα εσωτερικών ισορροπιών, το οποίο οροθετεί και το εύρος των πρωτοβουλιών του. Τόσο εσωκομματικά, όσο και κατά την άσκηση της πρωθυπουργικής εξουσίας.
Αυτή ήταν -και νομίζω παραμένει- η πικρή αλήθεια για τα ελληνικά πολυσυλλεκτικά κόμματα, που ξεκινούν την πορεία τους ως καθαρά «αρχηγικά» αλλά, χάνοντας στην πορεία τον φυσικό αρχηγό τους, καταλήγουν να διοικούνται στην ουσία από τους εκάστοτε… φεουδάρχες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να «επανιδρύσει» τη Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ένα εξαιρετικά μεγάλο στοίχημα. Ακόμη πιο δύσκολο μάλιστα θα πρέπει να θεωρείται οποιοδήποτε εγχείρημα «φιλελευθεροποίησης» του κόμματος, όταν είναι γνωστό ότι η «λαϊκή δεξιά», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι βαθιά ριζωμένη παντού, ενώ ένα μέρος τόσο της βάσης όσο και της κορυφής διατηρεί θέσεις που φλερτάρουν με ακροδεξιές αντιλήψεις, σε πλείστα θέματα.
Της συγκυρίας δοθείσης, εκτιμώ ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει στην πράξη δύο επιλογές. Είτε θα επιλέξει να «προεδρεύει» (και όχι να ηγείται) της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, παρέα με τους υφιστάμενους συσχετισμούς και τους βαρόνους της, κάνοντας κάποιες «καλλωπιστικές» αλλαγές, είτε θα επιχειρήσει να ηγηθεί ενός νέου, σύγχρονου, πολιτικού σχηματισμού, με περισσότερο κεντρώα και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Ο οποίος θα προκύψει από ένα μέρος αλλά ουχί το «όλον» της σημερινής Νέας Δημοκρατίας, μαζί με άλλα στοιχεία του «μεσαίου χώρου».
Το τι από τα δύο θα συμβεί, δεν είναι ξεκάθαρο ακόμη. Προφανώς, το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, ο χρόνος στον οποίο θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά και τυχόν αλλαγές στον εκλογικό νόμο, θα παίξουν μεγάλο ρόλο στις διεργασίες που θα εξελιχθούν, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων κάποιοι εσωκομματικοί αντίπαλοι, προκειμένου να προκαταλάβουν εξελίξεις.