Λόγω του ενδιαφέροντος που είχε το θέμα μας για τα Panama Papers, την Κύπρο και το ξέπλυμα χρήματος, αλλά και τα ερωτήματα αναγνωστών για την υπόθεση Μιλόσεβιτς, η στήλη αναδημοσιεύει σήμερα αυτούσιο, εξαιρετικά αποκαλυπτικό άρθρο που είχαν δημοσιεύσει οι Financial Times στις 25 Ιουλίου του 2002, για την πολύκροτη αυτή ιστορία, που παραμένει καυτή και επίκαιρη:
«Τα αστραφτερά κεντρικά γραφεία από γυαλί και ατσάλι της Λαϊκής Τράπεζας της Κύπρου έρχονται σε οξεία αντίθεση με τα διακριτικά κτίρια γραφείων στα οποία στεγάζονται οι περισσότερες ελληνοκυπριακές εταιρείες.
Αλλά ακόμα πιο ενδεικτικό των φιλοδοξιών του ομίλου είναι ένα μεταλλικό γλυπτό στον προαύλιο χώρο, που σημαδεύει με επιθετικό τρόπο τον ουρανό.
Όταν η διεθνής κοινότητα είχε αποκλείσει τη Γιουγκοσλαβία ως κράτος-παρία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, η Κύπρος βρήκε την ευκαιρία να κάνει δουλειές με το Βελιγράδι και η Λαϊκή Τράπεζα έγινε ο βασικός οικονομικός σύνδεσμος του πρώην Γιουγκοσλάβου πρόεδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς με τον έξω κόσμο.
Σύμφωνα με έκθεση του Μόρτεν Τόρκιλντσεν, ερευνητή στο γραφείο δίωξης εγκλημάτων πολέμου των Ηνωμένων Εθνών, η Λαϊκή Τράπεζα, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα του νησιού, επέτρεψε σε μια ομάδα εταιρειών-προπετασμάτων γιουγκοσλαβικών συμφερόντων να λειτουργούν αψηφώντας τις κυρώσεις του ΟΗΕ.
Οι εταιρείες αυτές προμήθευαν την κυβέρνηση του κ. Μιλόσεβιτς με καύσιμα, πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και όπλα για τη διεξαγωγή πολέμων στη Βοσνία το 1992-96 και στο Κόσοβο το 1998-1999.
Ο Μλάνταν Ντίνκιτς, ο Γιουγκοσλάβος κεντρικός τραπεζίτης, ανέφερε σε επίσκεψή του στην Κύπρο την περασμένη χρονιά ότι ως και 4 δισ. δολάρια συνάλλαγμα μπορεί να είχε μεταφερθεί στην Κύπρο από το 1992 έως το 1994.
Τα χρήματα είχαν κατατεθεί κατά κύριο λόγο στη Λαϊκή Τράπεζα και στην ελληνική θυγατρική της, την Ευρωπαϊκή Λαϊκή Τράπεζα, σημείωσε.
Έρευνα των Financial Times αποκάλυψε ότι αντί να πάρουν μέτρα κατά της παραβίασης των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Γιουγκοσλαβία, ηγετικά μέλη της στενά δεμένης κυπριακής ελίτ διευκόλυναν τις συναλλαγές. Μεταξύ αυτών ήταν ο Αυξέντης Αυξεντίου, διοικητής της κεντρικής τράπεζας, ο Κίκης Λαζαρίδης, πρόεδρος της Λαϊκής Τράπεζας και ο Τάσος Παπαδόπουλος, διακεκριμένος δικηγόρος και ηγέτης από το 2002 του Δημοκρατικού Κόμματος, του δεύτερου μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος της χώρας.
Η έκταση της ανάμιξης του νησιού με το Βελιγράδι έχει επαναφέρει τις ανησυχίες για τη δέσμευση της Κύπρου στην εφαρμογή διεθνών πρακτικών κατά του ξεπλύματος χρήματος, σε μια εποχή που βρίσκεται υπό εξέταση η αίτηση του νησιού για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
Ωστόσο, οι Ελληνοκύπριοι τραπεζίτες και πολιτικοί που είναι αναμεμιγμένοι φάνηκαν περισσότερο προσβεβλημένοι παρά μεταμελημένοι. Ο κ. Λαζαρίδης είπε στους F.T.: «Δεν κάναμε τίποτα παράνομο. Άλλωστε, η δουλειά των τραπεζών είναι να βγάζουν λεφτά».
Η προθυμία της Κύπρου να βοηθήσει τον κ. Μιλόσεβιτς να παρακάμψει τις κυρώσεις του ΟΗΕ πηγάζει από μια μακρά παράδοση στενών σχέσεων ανάμεσα στην Κύπρο και τη Γιουγκοσλαβία. Οι Ελληνοκύπριοι είχαν προσφέρει ένθερμη στήριξη στον κ. Μιλόσεβιτς κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων στη Γιουγκοσλαβία.
Οι επιχειρηματικές διασυνδέσεις της Κύπρου με τη Γιουγκοσλαβία εδραιώθηκαν πολύ πριν διαλυθεί η Γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Μετά το 1989, Σέρβοι επιχειρηματίες άνοιξαν υπεράκτιες εμπορικές εταιρείες και εκμεταλλεύτηκαν τις ευνοϊκές φορολογικές συμφωνίες του νησιού με πρώην κουμμουνιστικά κράτη. Αλλά μετά την επιβολή των κυρώσεων του ΟΗΕ τον Ιούλιο του 1992, ο αριθμός των υπεράκτιων εταιρειών γιουγκοσλαβικών συμφερόντων στην Κύπρο εκτινάχτηκε στις 7.000, από λιγότερες των 1.000 προηγουμένως.
Αξιωματούχοι στην κεντρική τράπεζα της Κύπρου καταχώρισαν γιουγκοσλαβικές εταιρείες-προπετάσματα ως υπεράκτιες εμπορικές επιχειρήσεις. Η χρηματοδότηση γινόταν με ρευστό που κατευθυνόταν από το Βελιγράδι στην Κύπρο, σε ειδικούς λογαριασμούς, κυρίως στη Λαϊκή Τράπεζα.
Τους λογαριασμούς χειρίζονταν αξιωματούχοι στο υπεράκτιο υποκατάστημα της Beogradska Banka στη Λευκωσία, μια κρατική τράπεζα που διοικούσε ο Μπόρκα Βούκιτς, ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του κ. Μιλόσεβιτς.
Στην αρχή, η Κύπρος είχε εισάγει λίγα μέτρα κατά του ξεπλύματος χρήματος. Αλλά η σχέση με τον κ. Μιλόσεβιτς συνεχίστηκε και μετά την έγκριση ενός νόμου κατά του ξεπλύματος το 1996. Και μετρητά συνέχισαν να μεταφέρονται και μετά την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 1998.
Η έκθεση του κ. Τόρκιλντσεν αναφέρει λεπτομερώς πολλές μεταβιβάσεις που έγιναν μετά την επανεισαγωγή του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στο Βελιγράδι τον Μάρτιο του 1998, εξαιτίας της κλιμάκωσης των συγκρούσεων στο Κόσοβο.
Ο Ντράγκομιρ Στόικοβιτς, courier της Εθνικής Tράπεζας της Γιουγκοσλαβίας, πετούσε στην Κύπρο με ιδιωτικό αεροσκάφος σχεδόν κάθε εβδομάδα, από τον Μάρτιο του 1998 έως τον Μάρτιο του 1999. Μετέφερε τα χρήματα σε ενισχυμένες χάρτινες σακούλες που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία τσιμέντου και τα παρέδιδε στα στελέχη της Λαϊκής Τράπεζας στο αεροδρόμιο της Λάρνακας.
Ο κ. Στόικοβιτς δήλωσε συνολικά 453 εκατ. γερμανικά μάρκα στις τελωνειακές υπηρεσίες στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, συμπληρώνοντας τα απαιτούμενα έγγραφα με βάση τους τραπεζικούς κανονισμούς για τις εισαγωγές ρευστού. Το ποσό κατατέθηκε σε λογαριασμό γερμανικών μάρκων στη Λαϊκή Τράπεζα που ανήκε στην Browncount Enterprises, μια από τις εταιρείες-βιτρίνα με έδρα στην Κύπρο.
Η κεντρική τράπεζα έδωσε ειδική έγκριση για να μπουν στην Κύπρο τα χρήματα που έφερε ο κ. Στόικοβιτς, γιατί το ποσό ξεπερνούσε το ταβάνι των 100.000 δολαρίων που επιτρεπόταν για μια μοναδική πράξη μεταβίβασης μετρητών. Η Browncount Enterprises και άλλες επτά εταιρείες-βιτρίνα είχαν καταχωρισθεί ως υπεράκτιες εταιρείες με έδρα την Κύπρο από το δικηγορικό γραφείο του κ. Παπαδόπουλου, νομικού συμβούλου τόσο της Λαϊκής Τράπεζας, όσο και της Beogradska Banka.
Ο κ. Αυξεντίου παραιτήθηκε νωρίτερα φέτος και δεν ήταν διαθέσιμος για συνέντευξη. Αλλά ο Ανδρέας Φιλίππου, ο για πολλά χρόνια επικεφαλής εποπτείας στην κεντρική τράπεζα, ανέφερε σε συνέντευξη στους F.T. ότι ανώτατοι αξιωματούχοι στην τράπεζα γνώριζαν πως οι εταιρείες-βιτρίνα είχαν συγκροτηθεί ως μέσο για την αποφυγή των κυρώσεων του ΟΗΕ. «Μέσω των εταιρειών αυτών, το γιουγκοσλαβικό κράτος ήταν σε θέση να επιβιώσει και να θρέψει τον λαό του παρά τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί», δήλωσε ο ίδιος.
Η Λαϊκή Τράπεζα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια της κυπριακής κυβέρνησης να μειώσει την εξάρτηση από τον τουρισμό, τη βασική της πηγή εσόδων, μέσω της τόνωσης της υπεράκτιας τραπεζικής βιομηχανίας. Η τράπεζα, η οποία είναι εισηγμένη στο μικρό χρηματιστήριο της Λευκωσίας, επεκτάθηκε και εκτός Κύπρου, στην Ελλάδα και στο Λονδίνο. Ο μεγαλύτερος μέτοχός της είναι η HSBC, ο χρηματοπιστωτικός όμιλος με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, με μερίδιο 22%.
Ο κ. Λαζαρίδης, σε συνέντευξη με τους F.T. στο γραφείο του, με τους ντυμένους με μάρμαρο και ξύλο τοίχους, δήλωσε: «Δρούσαμε πάντοτε σε συμφωνία με τους κανονισμούς της κεντρικής τράπεζας. Επειδή το ποσό των μετρητών που έφτανε από τη Γιουγκοσλαβία ήταν σχετικά μεγάλο, επικοινωνούσαμε πάντοτε με την κεντρική τράπεζα για να πάρουμε κάθε φορά την έγκρισή τους προτού το αποδεχτούμε».
Σε ερώτηση για το αν η Λαϊκή Τράπεζα είχε δράσει με σύνεση όσον αφορά στη διατήρηση των τραπεζικών σχέσεων με τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση μετά την επιβολή κυρώσεων, είπε: «Τα βιβλία μας ελέγχθηκαν από διεθνείς θεσμούς, για παράδειγμα το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και την HSBC, τον μεγαλύτερο μέτοχό μας. Δεν βρήκαν τίποτα λάθος».
Η HSBC ανέφερε: «Πήγαμε και μιλήσαμε με ορισμένους ανθρώπους και λάβαμε διαβεβαιώσεις». Πρόσθεσε ωστόσο: «Είμαστε μέτοχος μειοψηφίας και δεν έχουμε έλεγχο στη διοίκηση ή ευθύνη για τη Λαϊκή».
Ο κ. Βούκιτς, βετεράνος τραπεζίτης που ήταν επικεφαλής του υπεράκτιου υποκαταστήματος της Beogradska από το 1990 έως το 1996, έστησε τις εταιρείες-βιτρίνα στη Λαϊκή με τη βοήθεια της νομικής εταιρείας του κ. Παπαδόπουλου.
Στην περίπτωση δύο εταιρειών, των Antexol και Browncourt, ο κ. Βούκιτς και η εταιρεία του κ. Παπαδόπουλου κατηγορούνται ότι συνωμότησαν για να παραβιάσουν τους κανονισμούς της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου για την ίδρυση υπεράκτιων επιχειρήσεων, με τη μη κατάθεση εγγράφων που απαιτούνται για να αποδειχθεί ο πραγματικός δικαιούχος (beneficial ownership).
Kαι στις δύο περιπτώσεις, οι πραγματικοί δικαιούχοι που κατονομάζονταν δεν είχαν ακούσει ποτέ τους τις εν λόγω εταιρείες, έμειναν έκπληκτοι που ειδοποιήθηκαν από τους ερευνητές του ΟΗΕ και έχουν απειλήσει να λάβουν οι ίδιοι νομική δράση.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Κόσοβο, η κυβέρνηση του προέδρου Γλαύκου Κληρίδη έκανε μια προσπάθεια να πάρει αποστάσεις από το Βελιγράδι, λόγω καθυστερημένων ανησυχιών ότι οι διασυνδέσεις της Κύπρου με τον κ. Μιλόσεβιτς μπορεί να έβλαπταν τις προοπτικές ένταξης στην Ε.Ε.
Η κεντρική τράπεζα απέσυρε την τραπεζική άδεια της Beogradska Banka τον Ιούνιο του 2000 λόγω αφερεγγυότητας (insolvency), μια απόφαση που αμφισβητήθηκε για διαδικαστικούς λόγους από το νομικό γραφείο του κ. Παπαδόπουλου.
Οι κ.κ. Αυξεντίου και Λαζαρίδης υποσχέθηκαν πέρυσι πλήρη συνεργασία με το δικαστήριο του ΟΗΕ στον εντοπισμό των χρημάτων του κ. Μιλόσεβιτς. Αξιωματούχοι από τον εποπτικό βραχίονα της κεντρικής τράπεζας της Κύπρου ξόδεψαν αρκετές εβδομάδες στη Λαϊκή Τράπεζα, συλλέγοντας έγγραφα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου του ΟΗΕ.
Η κυβέρνηση έχει επίσης υποσχεθεί πλήρη συνεργασία με το δικαστήριο του ΟΗΕ. Αλλά δεν προχώρησε και στο να διατάξει έρευνα για το αν η κεντρική τράπεζα και εμπορικές τράπεζες παραβίασαν διεθνείς κανονισμούς κατά του ξεπλύματος χρήματος στην περίπτωση των χρημάτων του κ. Μιλόσεβιτς.
Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, Μιχάλης Παπαπέτρου, δήλωσε: «Τα τελευταία δύο χρόνια, έχουμε κάνει πιο αυστηρούς τους κανονισμούς για την καταπολέμηση των παράνομων χρηματοπιστωτικών συμφωνιών και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν εγκρίνει τα μέτρα που λάβαμε. Κάναμε ό,τι ήταν απαραίτητο».
Μια μέρα νωρίτερα, στις 24 Ιουλίου, οι Financial Times έγραφαν μεταξύ άλλων σε έτερο δημοσίευμα:
Σε συνέντευξή του τον περασμένο μήνα στην εφημερίδα Πολίτης, ο Τάσος Παπαδόπουλος υπεραμύνθηκε της δραστηριότητας των υπεράκτιων εταιρειών που έστησε. Δήλωσε: «Δεν μιλάμε για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Ηταν χρήματα του γιουγκοσλαβικού κράτους τα οποία [οι εταιρείες] μετέφεραν για να σπάσουν το εμπάργκο των ΗΠΑ».
Παρά τη στήριξή του για το «σπάσιμο» των κυρώσεων από τον Μιλόσεβιτς, ο κ. Παπαδόπουλος έχει ακόμα τη στήριξη του Αλέκου Μαρκίδη, γενικού εισαγγελέα της Κύπρου.
Όταν η Ljiljana Radenkovic, υπάλληλος της Anglo Yugoslav Bank, βρετανική θυγατρική της Beogradska, διαμαρτυρήθηκε πέρυσι ότι η εταιρεία του κ. Παπαδόπουλου την έκανε δικαιούχο της Antexol [εταιρεία-βιτρίνα (front company) που άνηκε στη Γιουγκοσλαβία) χωρίς να έχει η ίδια γνώση, ο κ. Μαρκίδης αποφάσισε να μην προχωρήσει σε έρευνα.
Αντίθετα, παρέπεμψε το θέμα στο πειθαρχικό συμβούλιο του κυπριακού δικηγορικού συλλόγου. Ο σύλλογος στον οποίο ηγείται ένας εκ των συνεταίρων του κ. Παπαδόπουλου στη δικηγορική εταιρεία, τον απάλλαξε. Η κα Radenkovic είπε ότι θα ξεκινήσει νομικές διαδικασίες στην Κύπρο κατά του κ. Παπαδόπουλου.
Δυτικοί διπλωμάτες στη Λευκωσία συχνά εξέφραζαν ανησυχίες για τις συνδέσεις του κ. Παπαδόπουλου με την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς, αν και η πρεσβεία των ΗΠΑ αρνήθηκε να σχολιάσει δημοσιεύματα ότι ήταν σε «μαύρη λίστα» της Ουάσινγκτον στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Η έγκυρη εφημερίδα επανήλθε όμως στο θέμα και τον Ιούνιο του 2006, με νέο ρεπορτάζ στο οποίο ανέφερε:
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Σερβίας κατηγόρησε τις κυπριακές αρχές χθες για συνενοχή στην παράνομη μεταφορά δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Κύπρο κατά την περίοδο του εμπάργκο του ΟΗΕ κατά της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990.
Ο Vladan Batic είπε σε δικαστήριο της Λευκωσίας ότι η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση οργάνωσε τη μεταφορά «σάκων και βαλιτσών γεμάτων μετρητά» από το Βελιγράδι στη Λευκωσία και την κατάθεσή τους σε λογαριασμούς εταιρειών-βιτρίνας που τηρούνταν στη Cyprus Popular Bank, σήμερα γνωστή ως Laiki Bank.
«Πουθενά στον κόσμο κρατικό χρήμα δεν μεταφέρεται με αυτό τον τρόπο σε άλλο κράτος», δήλωσε. «Πώς η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εξηγεί αυτό το ξέπλυμα χρήματος;»
Ο κ. Batic, ηγέτης του αντιπολιτευόμενου σερβικού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, υπηρέτησε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση που εκλέχθηκε αφότου ο Σλόμποταν Μιλόσεβιτς έχασε την εξουσία το 2000.
Κατέθετε για υπόθεση συνωμοσίας με σκοπό την εξαπάτηση κατά της Laiki Bank από Γιουγκοσλάβο επιχειρηματία. Ηταν η πρώτη φορά που Σέρβος πολιτικός επιτέθηκε στην Κύπρο για το ξέπλυμα χρήματος από την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς.
Τα χρήματα μαζεύτηκαν από την Beogradska Bank στο Βελιγράδι, τη μεγαλύτερη σερβική τράπεζα, και πέταξαν για την Κύπρο, δήλωσε ο Batic.
Ηταν ένα σύστημα που στήθηκε για να ξεπεραστεί το εμπάργκο. Το χρήμα προερχόταν από κρατικές εταιρείες, ιδιωτικές εταιρείες και πρόσωπα κοντά στο καθεστώς.
Ο κ. Batic είπε ότι έλαβε έγγραφα από την Carla de Ponte, επικεφαλής εισαγγελέα στο δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου του ΟΗΕ για τη Γιουγκοσλαβία, που περιέγραφαν λεπτομερώς εκατοντάδες συναλλαγές που έγιναν μέσω της Laiki Bank από οκτώ εταιρείες-βιτρίνα που έδρευαν στην Κύπρο.
Είπε ότι οι εταιρείες στήθηκαν από το δικηγορικό γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου, που τώρα είναι Πρόεδρος της Κύπρου.
«Οι εταιρείες αυτές ήταν ουσιαστικά θυγατρικές της Beogradska Bank. Εξαιτίας του εμπάργκο του ΟΗΕ, η τράπεζα δεν μπορούσε να χειριστεί συναλλαγές από μόνη της», δήλωσε.
Ερευνα του ΟΗΕ το 2002 αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση Μιλόσεβιτς μετέφερε κεφάλαια από τις εταιρείες στην Κύπρο για να αγοράσει όπλα, πρώτες ύλες, ανταλλακτικά και καύσιμα για να εξοπλιστεί στον πόλεμο στη Βοσνία το 1992-1995 και στο Κόσοβο 1998-99.
Ο Mladjan Dinkic, τότε κεντρικός τραπεζίτης της Γιουγκοσλαβίας, δήλωσε ότι περίπου 4 δισ. δολάρια διακινήθηκαν μέσω της Κύπρου. Κανένα από τα κεφάλαια αυτά δεν ανακτήθηκε. Η Laiki Bank και Ελληνοκύπριοι αξιωματούχοι επανειλημμένα αρνήθηκαν οποιαδήποτε αδικοπραγία.
Τον φετινό Μάρτιο ο Γιώργος Ιακώβου, Κύπριος υπουργός Εξωτερικών, δήλωσε ότι μια κοινή έρευνα από την κυπριακή και τη σερβική κεντρική τράπεζα «καθάρισε» τις ελληνοκυπριακές αρχές από οποιαδήποτε ανάμιξη σε ξέπλυμα χρήματος. Η σερβική κεντρική τράπεζα όμως αργότερα αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος σε έρευνα με την κυπριακή κεντρική τράπεζα.
ΥΓ: Η υπόθεση αυτή, παρότι έχει περάσει καιρός από τότε, προφανώς παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς το μέγεθος της φερόμενης εμπλοκής προσώπων αλλά και «μηχανισμών» στην Κύπρο. Ως εκ τούτου, θα επανέλθουμε, με στοιχεία.