Οι κωμικοτραγικές εντάσεις που ακολούθησαν το πρόσφατο γλωσσικό ολίσθημα Μουζάλα, σε σχέση με την ΠΓΔΜ, φέρνουν στην επιφάνεια τη μεγάλη αδυναμία των «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων, σε εποχές κοινωνικής έντασης και οικονομικής δυσπραγίας.
Σε αυτές τις εποχές, παρατηρείται σχεδόν πάντα η εμφάνιση/ενίσχυση ακραίων πολιτικών σχηματισμών, συχνά με υπερ-εθνικιστική «ατζέντα», με βασικό χαρακτηριστικό ότι προβάλλουν απόλυτες «αντι-θέσεις». Στην περίπτωσή μας είναι αντίθετα στα μνημόνια, στην Ευρώπη, στο ΝΑΤΟ, στην οικονομική πολιτική, αλλά χωρίς να έχουν θέσεις, με τη μορφή της βιώσιμης εναλλακτικής λύσης.
Το θλιβερό «γαϊτανάκι» με την υπόθεση Μουζάλα είχε ως αντικείμενο το ακροδεξιό και δήθεν «υπερπατριωτικό» ακροατήριο. Η αντίδραση της Χρυσής Αυγής ήταν σαφώς αναμενόμενη. Λιγότερο αναμενόμενη, εκ πρώτης όψεως, ήταν η οξεία αντίδραση των ΑΝΕΛ (λόγω του ότι είναι κυβερνητικός εταίρος) αλλά και της Νέας Δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι αμφότεροι μπήκαν στον χορό φανερώνει αφενός την αγωνία του κ. Καμμένου να μην απολέσει τα δεξιά «πατριωτικά» στοιχεία που ξεχωρίζουν την ταυτότητα των ΑΝΕΛ από τον μεγάλο εταίρο του, κι αφετέρου την αγωνία τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και των ΑΝΕΛ, για το ενδεχόμενο σχηματισμού ενός νέου δεξιού κόμματος με «πατριωτικά» χαρακτηριστικά.
Αφήνοντας όμως κατά μέρος τον κ. Καμμένο, που έχει και την πρόσθετη ανασφάλεια μιας κυβερνητικής διεύρυνσης προς το κέντρο, έχει σημασία να επικεντρωθούμε στη Νέα Δημοκρατία, αλλά εξ αντανακλάσεως και στο έτερο πλέον μεγάλο πολυσυλλεκτικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στη σημερινή συγκυρία, τα δύο αυτά κόμματα παρουσιάζουν ορισμένα κοινά σημεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ξεκίνησε ως άθροισμα διαφόρων ριζοσπαστικών συνιστωσών, με σαφή στοιχεία «διαμαρτυρίας», έχει αναγκαστεί εν τοις πράγμασι να εγκαταλείψει τα πιο ακραία στοιχεία της πολιτικής του, κατόπιν της διάσπασής του το περασμένο καλοκαίρι.
Δείχνει δε να βρίσκεται σε διαδικασία σταδιακής μετατόπισης προς μια περισσότερο «σοσιαλδημοκρατική» ταυτότητα (για δημοκρατικό σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, έχει κάνει λόγο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας), έστω και μετ' εμποδίων, καθώς το παρελθόν του σε μεγάλο βαθμό καθυστερεί τώρα το μέλλον του.
Στο πλαίσιο αυτής της μετ' εμποδίων πορείας άλλωστε, παρατηρούμε τα ιλαροτραγικά φαινόμενα ενός κόμματος που εμφανίζεται, για παράδειγμα, να «στηρίζει» τις απεργιακές κινητοποιήσεις ενάντια… στην κυβέρνησή του. Τα προκαλεί η επικοινωνιακή ανάγκη διατήρησης των «κεκτημένων», σε μια φάση που δεν έχουν κατοχυρωθεί τα κέρδη σε άλλους όμορους χώρους.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία, ένα κόμμα με υπερ-τεσσαρακονταετείς καταβολές και παρελθόν, αλλά χωρίς σαφή πολιτική ταυτότητα σήμερα, η οποία, παρότι εξέλεξε αρχηγό με στόχο την άλωση του κεντρώου χώρου και την προσέλκυση φιλελεύθερων «εκσυγχρονιστών» ψηφοφόρων, δείχνει να ταλανίζεται όχι μόνο οργανωτικά (από πλευράς δηλαδή κεντρικών προσώπων), αλλά και επικοινωνιακά, από το άγχος της να μη χάσει «δεξιούς» ή και ακροδεξιούς ψήφους, στο ενδεχόμενο μιας εκλογικής αναμέτρησης.
Αναντίρρητα, η κατάσταση αυτή είναι γενικώς συνηθισμένη στα πολυσυλλεκτικά κόμματα-σούπερ μάρκετ, κι όχι μόνον στην Ελλάδα, καθώς αποτελεί μέρος της πάγιας προσπάθειάς τους να απευθυνθούν σε όσο το δυνατόν πιο διευρυμένα ακροατήρια. Οι συνθήκες όμως στη χώρα μας είναι σήμερα εντελώς διαφορετικές.
Οι βαριές οικονομικές συνθήκες έχουν ήδη δημιουργήσει αντιευρωπαϊκό κλίμα, σε ποσοστό που σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις αγγίζει το 25% του πληθυσμού, ενώ ποσοστό 28,5% θεωρούσε ήδη από τον Νοέμβριο του 2015 ότι θα ήταν καλύτερα με τη δραχμή! Επιπρόσθετα, το προσφυγικό δεν αποκλείεται να προσφέρει ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση ακροδεξιών και υπερ-εθνικιστικών αντιλήψεων.
Σε αυτό το κλίμα, οι τυχόν προσπάθειες των πολυσυλλεκτικών κομμάτων να απευθυνθούν επικοινωνιακά σε τέτοιου είδους ακροατήρια, υιοθετώντας άμεσα ή έμμεσα ακραίες θέσεις, ενέχουν πολύ σοβαρές συνέπειες για τα ίδια αλλά και για τη χώρα.
Διότι όπως προκύπτει από την εμπειρία άλλων χωρών, ακόμη και η έμμεση, η διακριτική ας την πούμε, υιοθέτηση ακραίων απόψεων, ουσιαστικά λειτουργεί «νομιμοποιητικά» για τις συγκεκριμένες αντιλήψεις, βγάζοντάς τες από το περιθώριο. Κι τελικά ενισχύει αυτούς που τις εκφράζουν απερίφραστα, κι όχι εκείνους που τις υιοθετούν μεσοβέζικα. Διότι αυτός που είναι έτοιμος να υιοθετήσει ακραίες αντιλήψεις, θα προτιμήσει τους γνήσιους και όχι τους «γιαλαντζί» εκπροσώπους τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκονται σχεδόν μονίμως σε ένα καθεστώς εκατέρωθεν απαξιωτικής αντιπαράθεσης, με σκληρότατες εκφράσεις, που θυμίζει επανάληψη των υπερβολών του παρελθόντος (αλλά από διαφορετικές θέσεις), δεν λειτουργεί σήμερα πολωτικά προς όφελός τους αλλά προς όφελος των άκρων.
Ιδίως, στο πιθανό ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου προς το αναλογικότερο.