Διάχυτη είναι πλέον στην αγορά η ανησυχία για το γεγονός ότι η διαδικασία της αξιολόγησης τραβάει σε μάκρος, καθώς σε πολλούς θυμίζει τα όσα συνέβησαν πέρυσι την άνοιξη και το καλοκαίρι, με την περίφημη πλέον διαπραγμάτευση.
Στη διάρκεια της οποίας, όπως εκ των υστέρων κατέστη προφανές, ο χρόνος ροκανίστηκε σε βάρος της χώρας, προκειμένου «να τα βρουν» μεταξύ τους οι θεσμοί.
Μόνο που όταν «τα βρήκαν», το σημείο στο οποίο συνέκλιναν δεν ήταν καθόλου αρεστό (και δικαίως) στην ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν τα όσα συνέβησαν.
Και τότε, όπως και τώρα, υπήρχε έντονη φιλολογία γύρω από το ενδεχόμενο «αποχώρησης», ή έστω υποχώρησης του ΔΝΤ, παρότι τότε, όπως και τώρα, ήταν επίσης εμφανές ότι τουλάχιστον οι Γερμανοί, ως ισχυρός παράγων της Ευρωζώνης, ουδόλως επιθυμούσαν την αποχώρησή του.
Για να μη μακρηγορούμε, όλα δείχνουν ότι το φάντασμα του 2015 κάνει την εμφάνισή του, σε νέες όμως συνθήκες, υπό την έννοια ότι αυτή τη φορά η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις. Τα προς επίλυση θέματα δεν είναι μόνον οικονομικά, μετά την έλευση του προσφυγικού και της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στο προσκήνιο.
Η εξέλιξη αυτή έχει θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία για την Ελλάδα. Είναι δε σημαντικό ότι τα αρνητικά έχουν κυρίως πρακτικό χαρακτήρα, ενώ τα θετικά, προς το παρόν τουλάχιστον, έχουν… θεωρητικό.
Πρακτικά, η εξάρτηση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη θέληση των ηγετών της Ευρωζώνης έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Όχι μόνον διότι είναι «δανειστές» της κι εξαρτάται οικονομικά, αλλά και διότι χωρίς εκείνους θα καταστεί έρμαιο του προσφυγικού προβλήματος, ιδίως μετά το κλείσιμο των χερσαίων συνόρων για τους πρόσφυγες που βρίσκονται ή θα βρεθούν στην Ελλάδα.
Θεωρητικά, η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχθεί για να αντιμετωπίσει τη διπλή αυτή κρίση, μόνο που πρακτικά μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει συγκεκριμένες κι επιτυχημένες ενέργειες από την πλευρά της Ευρώπης προς αυτή την κατεύθυνση.
Θεωρητικά, θα πουν επίσης πολλοί, σε περιόδους «πολεμικές» όπως αυτή που φαίνεται ότι εγκαθιδρύεται μεταξύ της Ευρώπης και των τζιχαντιστών, τα οικονομικά ζητήματα περνούν στο περιθώριο, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια. Αλλά ακόμη δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο να συμβαίνει.
Συνεπώς, η κατάσταση παραμένει εξόχως νεφελώδης, με την κυβέρνηση να μην έχει ούτε η ίδια ξεκάθαρη εικόνα για το τι πρόκειται να συμβεί.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το ρεπορτάζ και τις αντικρουόμενες διαρροές, αλλά και από τον «εκνευρισμό» της κυβέρνησης για τη στάση του ΔΝΤ.
Προς την ίδια κατεύθυνση δείχνουν όμως και οι επιφανειακά «ενθαρρυντικές» δηλώσεις του κ. Σόιμπλε, ότι η Ελλάδα μπορεί να μην κόψει τις συντάξεις, αρκεί να βρει… ισοδύναμα. Ισοδύναμα από πού και από ποιους όμως, δεν μας είπε!
Θέλω να πιστεύω ότι έχοντας πλέον την εμπειρία της «μεγάλης διαπραγμάτευσης», η κυβέρνηση λαμβάνει σοβαρά υπόψη της το ενδεχόμενο του χειρότερου σεναρίου, να τα βρουν δηλαδή ξανά μεταξύ τους οι θεσμοί, οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ, σε μια «πρόταση» που θα είναι και πάλι «take it or leave it», υπό την πίεση του χρόνου, της έλλειψης ρευστότητας στην Ελλάδα, αλλά και της πρόσθετης πίεσης του προσφυγικού.
Ωστόσο μέχρι στιγμής, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη κάποιου σχεδίου από ελληνικής πλευράς. Η κυβέρνηση καταφανώς αιφνιδιάστηκε από τη διάψευση των προσδοκιών μιας μερικής συμφωνίας σε ασφαλιστικό και φορολογικό πριν το τέλος Μαρτίου (σε αυτό συνέκλινε πληθώρα δηλώσεων και διαρροών) κι έχει μεταθέσει τις ελπίδες της για την επιτυχία των διαπραγματεύσεων στο τέλος Απριλίου, χωρίς όμως να αισθάνεται οποιαδήποτε σιγουριά.
Κι αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό, διότι προσφέρει απόλυτη πρωτοβουλία κινήσεων στους δανειστές.