Περίπου ένας μήνας μένει μέχρι να ανοίξουν οι κάλπες για τις εθνικές εκλογές, ίσως τις πιο κρίσιμες εδώ και δεκαετίες, κι αν υπάρχει κάτι που φαίνεται ως «δεδομένο», είναι ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα είναι μονοκομματική, εκτός κι αν υπάρξουν συγκλονιστικά απρόοπτα.
Το μέγα ερώτημα βεβαίως είναι ποιοι θα απαρτίζουν την επόμενη συγκυβέρνηση και με ποιο κόμμα στον «κορμό» της. Σαφής απάντηση προς ώρας δεν υπάρχει. Με τη διαφορά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται στην περιοχή του 2-3% και την ψαλίδα να κλείνει το τελευταίο διάστημα προς όφελος της πρώτης, δεν αποκλείεται η σχεδόν σίγουρη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ που έδειχναν παλαιότερες δημοσκοπήσεις, να εξελιχθεί σε σκληρό ντέρμπι, με αβέβαιη κατάληξη, ως και την τελευταία στιγμή.
Η μάχη αναμένεται να δοθεί σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, κυριολεκτικά «ψήφο με ψήφο», καθώς αρκεί μία και μόνο παραπάνω ψήφος για να διασφαλίσει 50 επιπλέον έδρες στην επόμενη Βουλή. Πίσω από την στρατηγική της πόλωσης και τις προεκλογικές κορώνες, υπάρχει μια περίπλοκη «αριθμητική» πολιτικών συσχετισμών, που σε μεγάλο βαθμό θα προδικάσει το τελικό αποτέλεσμα. Μια «αριθμητική» που θα κρίνει επιπλέον το αν θα είναι δυνατός ο σχηματισμός κυβέρνησης από δύο κόμματα ή θα απαιτηθεί η σύμπραξη περισσοτέρων.
Ξεκινώντας από το ΠΑΣΟΚ, πολλά θα κριθούν κι από τον αν ο Γιώργος Παπανδρέου θα κάνει νέο κόμμα, όπως ως τώρα διαρρέει το περιβάλλον του. Διότι εκτιμάται ότι αν προχωρήσει ο ΓΑΠ, το αποτέλεσμα δεν θα έχει επιπτώσεις μόνον στη εκλογική επίδοση του κόμματος που ίδρυσε ο πατέρας του, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο έχουν βρει στέγη παλαιότεροι ψηφοφόροι του κινήματος , από τους αποκαλούμενους κάποτε και «προεδρικούς». Σύμφωνα δε με ορισμένα κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, υπάρχει περίπτωση η διαρροή αυτή να φτάσει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες.
Άγνωστός «Χ» είναι και το «Ποτάμι», η εκλογική επίδοση του οποίου εκτιμάται ότι επηρεάζει όχι μόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι δημοσκοπήσεις του δίνουν πιθανότητα να διεκδικήσει τη θέση του τρίτου κόμματος στη θέση του ΠΑΣΟΚ και της Χρυσής Αυγής τα ποσοστά της οποίας φαίνεται να έχουν πιεστεί.
Εξίσου σημαντική επίδραση ενδέχεται να έχουν και οι λοιπές κινήσεις που ετοιμάζονται στην εκλογική σκακιέρα, καθώς είναι αμφίβολο αν μια σειρά από κόμματα που είχαν αποσπάσει μικρά αλλά «σεβαστά», ποσοστά στις ευρωεκλογές, (όπου η ψήφος βέβαια είναι πολύ πιο χαλαρή), θα έχουν παρουσία στις εθνικές εκλογές.
Μεταξύ αυτών πιο σημαντικά είναι η ΔΗΜΑΡ στο αριστερό σκέλος του φάσματος και το ΛΑΟΣ στο δεξιό. Για την ακρίβεια, το ποσοστό που συγκέντρωσε το ΛΑΟΣ στις ευρωεκλογές ήταν 2,69%, σαφώς σημαντικότερο από το 1,2% της ΔΗΜΑΡ. Το ποσοστό του ΛΑΟΣ σίγουρα θα προσπαθήσει να ενθυλακώσει στις δυνάμεις της η Νέα Δημοκρατία, μαζί με κάποιο ποσοστό των Ανεξάρτητων Ελλήνων, που βρίσκονται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στα όρια του 3% κι ενδέχεται να πληγούν έτι περισσότερο από τη λογική της «χαμένης ψήφου» και τις αποχωρήσεις.
Δεν αποκλείεται επίσης να απουσιάσουν από τις εθνικές εκλογές κάποια από τα πολύ μικρά κόμματα όπως οι οικολόγοι πειρατές (πήραν 0,9% στις ευρωεκλογές), η Δημιουργία Ξανά που πήρε κι αυτή 0,9% μαζί με τη Δράση, αλλά και ο Γιώργος Χατζημαρκάκης που έλαβε 1,04% στις ευρωεκλογές.
Ένα ερώτημα είναι που θα κατευθυνθούν αυτές οι ψήφοι, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που ευνοεί την απόλυτη πόλωση υπέρ των δύο μεγάλων κομμάτων, παρότι τουλάχιστον στην περίπτωση του «Ποταμιού» εκφράζεται από ορισμένα στελέχη αισιοδοξία ότι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν σημαντικό μέρος τους.
Το τελευταίο ερώτημα, αφορά στο ποσοστό της Χρυσής Αυγής, το οποίο παραδοσιακά εμφανίζεται χαμηλότερο στα γκάλοπ, σε σχέση με την κάλπη. Στις ευρωεκλογές είχε λάβει το 9,39% των ψήφων κατακτώντας την τρίτη θέση. Αν λάβει την τρίτη θέση και στις εθνικές εκλογές, ο σχηματισμός σταθερής κυβέρνησης συνασπισμού, θα δυσκολέψει έτι περισσότερο.
Περισσότερο απλά όμως είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, τα πράγματα από τη «σκοπιά» του πολίτη, καθώς στην πράξη καλείται να απαντήσει σε δύο θεμελιώδη και αλληλένδετα ερωτήματα.
Εκτιμά ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να «τραβήξει το σχοινί» στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές; Κι αν η απάντηση είναι θετική, γνωρίζει και είναι πρόθυμος να πληρώσει το κόστος μιας ενδεχόμενης αποτυχίας;